Η δημοσίευση από τον Λευκό Οίκο της Εθνικής Στρατηγικής Ασφάλειας 2025 ανατρέπει το τραπέζι. Διαφέρει από όλα τα προηγούμενα έγγραφα, συμπεριλαμβανομένης εκείνης του 2017 [1], κατά την πρώτη θητεία του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.

Τα δύο κείμενα έχουν κοινό το μακρύ προκείμενό τους, αλλά ενώ αυτό του 2017 αποσκοπούσε στο «ν’ αντικατασταθεί ο πόλεμος με το εμπόριο», αυτό του 2025 απαντά πρώτα στα ερωτήματα του τι θέλουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και ποια μέσα διαθέτουν. Πρόκειται για μια πλήρη αναπροσαρμογή της εθνικής στρατηγικής.

Αναπροσαρμογή

Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ γράφει: «Πριν από όλα, επιθυμούμε τη συνεχιζόμενη επιβίωση και ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών ως μια ανεξάρτητη και κυρίαρχη δημοκρατία, της οποίας η κυβέρνηση εγγυάται τα φυσικά, αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα των πολιτών της και προωθεί την ευημερία και τα συμφέροντά τους. Θέλουμε να προστατεύσουμε αυτή τη χώρα, τον λαό της, την επικράτειά της, την οικονομία και τον τρόπο ζωής της από κάθε στρατιωτική επίθεση και κάθε εχθρική ξένη επιρροή, είτε πρόκειται για κατασκοπεία, για αρπαχτικές εμπορικές πρακτικές, για διακίνηση ναρκωτικών και ανθρώπινων όντων, για καταστροφική προπαγάνδα και επιχειρήσεις επιρροής, πολιτισμική υπονόμευση ή οποιαδήποτε άλλη απειλή για το έθνος μας».

Στο δεύτερο ερώτημα, ορίζει τα μέσα ως εξής: «Θέλουμε να διασφαλίσουμε ότι το δυτικό ημισφαίριο παραμένει αρκετά σταθερό και καλά διοικούμενο για να αποτρέψει και να αποθαρρύνει τις μαζικές μεταναστεύσεις προς τις Ηνωμένες Πολιτείες· επιθυμούμε ένα ημισφαίριο του οποίου οι κυβερνήσεις συνεργάζονται μαζί μας εναντίον των ναρκοτρομοκρατών, των καρτέλ και άλλων διακρατικών εγκληματικών οργανώσεων· επιθυμούμε ένα ημισφαίριο που παραμένει ελεύθερο από εχθρική ξένη επιρροή. Δεσμευόμαστε να αποφεύγουμε κάθε παρεμβολή ή ανάληψη ελέγχου βασικών στοιχείων, ουσιωδών για την υποστήριξη κρίσιμων εφοδιαστικών αλυσίδων, και να εγγυηθούμε τη συνεχή μας πρόσβαση σε κρίσιμους στρατηγικούς χώρους. Με άλλα λόγια, θα διεκδικήσουμε και θα εφαρμόσουμε έναν «συνεπακόλουθο Τραμπ» στο δόγμα Μονρόε».

Με άλλα λόγια, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επικεντρωθούν στη δική τους ζώνη επιρροής, τις Αμερικές. Θα δρουν εκεί ως μεγάλος αδερφός και όχι πλέον ως αυτοκρατορία («συνεπακόλουθο Ρούζβελτ»). Δηλαδή, θα τις προστατεύσουν από εξωτερικές απειλές και αναμένουν αντάλλαγμα η υπόλοιπη ήπειρος να συμμετέχει στις οικονομικές τους ανάγκες.

Αν αυτό ισχύει, δεν θα επιτεθούν στη Βενεζουέλα, αλλά μπορεί να επιτεθούν σε οργανώσεις διακινητών ναρκωτικών στη Λατινική Αμερική, συμπεριλαμβανομένης της Βενεζουέλας.

Συνεχίζει:

«• Θέλουμε να τερματίσουμε τις συνεχείς ζημιές που ασκούν ξένοι φορείς στην αμερικανική οικονομία, διατηρώντας παράλληλα την ελευθερία και το άνοιγμα του Ινδο-Ειρηνικού, διατηρώντας την ελευθερία ναυσιπλοΐας σε όλες τις κρίσιμες θαλάσσιες οδούς και διατηρώντας ασφαλείς και αξιόπιστες εφοδιαστικές αλυσίδες καθώς και πρόσβαση σε βασικά υλικά.

• Θέλουμε να στηρίξουμε τους συμμάχους μας για την διατήρηση της ελευθερίας και της ασφάλειας της Ευρώπης, αποκαθιστώντας παράλληλα την πολιτισμική της εμπιστοσύνη και τη δυτική της ταυτότητα.

• Θέλουμε να εμποδίσουμε μια ανταγωνιστική δύναμη να κυριαρχήσει στη Μέση Ανατολή, τους πετρελαϊκούς πόρους της και το φυσικό αέριο, και τα στρατηγικά περάσματα μέσω των οποίων διέρχονται, αποφεύγοντας παράλληλα τους «ατελείωτους πολέμους» που μας εγκλώβισαν στην περιοχή αυτή με εξωφρενικό κόστος.»

Καταλήγει ότι, ιδανικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ξαναγίνουν «Η πρώτη παγκόσμια οικονομία, ταυτόχρονα η μεγαλύτερη και η πιο καινοτόμη, που παράγει πλούτο που μπορούμε να επενδύσουμε σε στρατηγικά συμφέροντα και μας δίνει διαπραγματευτική δύναμη έναντι χωρών που επιθυμούν πρόσβαση στις αγορές μας.»

Στρατηγική

Μόνο μετά από αυτό το μακρύ εισαγωγικό μέρος, πλησιάζει τα στρατηγικά ζητήματα. Προειδοποιεί ότι αυτή η στρατηγική «δεν βασίζεται σε μια παραδοσιακή πολιτική ιδεολογία. Κινητοποιείται πρώτα απ’ όλα από ό,τι εξυπηρετεί τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών, ή, με δύο λόγια, από την αρχή America first».

Το «America first», πριν γίνει το σύνθημα των Αμερικανών υποστηρικτών των Ναζί, ήταν αυτό του δημοκρατικού προέδρου Γούντροου Ουίλσον στην αρχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και του συντηρητικού (με την αγγλοσαξονική έννοια του όρου) Πατ Μπιουκάναν όταν αγωνιζόταν εναντίον των οπαδών του Λέο Στράους.

Εξουδετερώνει έπειτα το θέμα απορρίπτοντας τον εκτεταμένο ορισμό της «εθνικής ασφάλειας» που ανέπτυξαν οι προηγούμενες διοικήσεις, καθώς και τις παραδοσιακές ταξινομήσεις. Έτσι, δηλώνει εκ των προτέρων «μη-παρεμβατικός», υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι αυτή η θέση είναι συχνά αστήριχτη και ότι πρέπει καλύτερα να δράσει τότε. Εντέλει, υποστηρίζει έναν «ευέλικτο ρεαλισμό».

Γράφει: η πολιτική μας «θα είναι ρεαλιστική ως προς το τι είναι εφικτό και επιθυμητό στις σχέσεις της με άλλα έθνη. Αναζητούμε καλές σχέσεις και ειρηνικές εμπορικές σχέσεις με τα έθνη του κόσμου, χωρίς να τους επιβάλλουμε δημοκρατικές ή κοινωνικές αλλαγές που απομακρύνονται βαθιά από τις παραδόσεις και την ιστορία τους. Αναγνωρίζουμε και επιβεβαιώνουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα ασυνεπές ή υποκριτικό στο να ενεργεί κανείς σύμφωνα με μια τέτοια ρεαλιστική αξιολόγηση. Ή ακόμα, στη διατήρηση καλών σχέσεων με χώρες των οποίων τα συστήματα διακυβέρνησης και οι κοινωνίες διαφέρουν από τις δικές μας, ενώ παράλληλα ενθαρρύνουμε τους ομοϊδεάτες μας φίλους να σεβαστούν τα κοινά μας πρότυπα, κάτι που μας επιτρέπει να προωθήσουμε τα συμφέροντά μας.»

Αυτό το σημείο σηματοδοτεί μια πλήρη ρήξη με τη σκέψη των προηγούμενων κυβερνήσεων. Είναι μια επιστροφή στην παραδοσιακή σκέψη της παλιάς Ευρώπης την οποία εγκατάλειψε όπως είχαν κάνει οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Ντόναλντ Τραμπ κηρύττει την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα.

Περιγράφει έπειτα τις διεθνείς σχέσεις που προωθεί, την οπτική του για τον κόσμο, βασισμένη στην «πρωτοκαθεδρία των εθνών» και τον «σεβασμό της κυριαρχίας τους». Υποδεικνύει ότι σε αυτόν τον κόσμο, δεν διεκδικεί ηγεμονική θέση, αλλά θα φροντίσει κανένα έθνος να μην μπορεί επίσης να την διεκδικήσει. Αντιλαμβάνεται τον ανταγωνισμό μεταξύ των εθνών όπως αυτόν της αγοράς ή του αθλητισμού: ας κερδίσει ο καλύτερος!

Ισχυρίζεται ότι η «κυριαρχία των εθνών» συνεπάγεται την «αποκατάσταση των συνόρων» και την άμυνα των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» (με την αμερικανική έννοια του όρου και όχι με τη γαλλική έννοια «των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη»).

Ισχυρίζεται επίσης ότι η «κυριαρχία των εθνών» δεν μπορεί να ανατεθεί σε συμμαχίες ή διακυβερνητικούς οργανισμούς. Κατά συνέπεια, η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ δεν μπορεί να απαλλάξει κάθε κράτος μέλος από την υποχρέωση να διασφαλίζει μόνο του την εθνική του άμυνα. Ομοίως, η ένταξη στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου δεν μπορεί να απαλλάξει κάθε κράτος από την υποχρέωση να προωθεί μόνο του το άνοιγμα νέων αγορών και την ασφάλεια των εφοδιαστικών του αλυσίδων.

Τίποτα το κοινό με τη στρατηγική του προκατόχου του, Τζο Μπάιντεν, για τον οποίο τα σύνορα και τα έθνη ήταν μόνο εμπόδια για τον θρίαμβο της «δημοκρατίας» [2]· ένας τρόπος αντίληψης που οδηγούσε αυτόματα στη συνέχιση του ατελείωτου πολέμου του προέδρου Τζορτζ Μπους, του δόγματος Ράμσφελντ-Τσεμπρόφσκι [3].

Οι περιοχές του κόσμου

Ο Ντόναλντ Τραμπ επιλέγει να ορίσει ζώνες προτεραιότητας δράσης. Κάνοντας έτσι, εκφράζεται σεβόμενος όλους τους συνομιλητές του και όχι, όπως έκανε στο παρελθόν, περιφρονώντας εκείνους που δεν μετράνε πολύ (αυτές τις «χώρες σκατά»).

Α - Οι Αμερικές

Έχοντας διευκρινίσει το «συνεπακόλουθο Τραμπ του δόγματος Μονρόε», ορίζει τη στρατηγική του κάτω από το ρητό «προσλήψεις και επέκταση». «Προσλήψεις» σημαίνει να στηριχθεί στο μέγιστο αριθμό εταίρων. «Επέκταση» σημαίνει ότι επιθυμεί ο μέγιστος αριθμός εθνών να θεωρεί τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τον προνομιακό τους σύντροφο και να τους αποτρέπει (με διάφορα μέσα) από τη συνεργασία με άλλους.

Με απλά λόγια, πρόκειται να διασφαλιστεί ότι η παρουσία ξένων εταίρων στις Αμερικές, όπως η Κίνα, δεν θα διαταράξει τις ηπαίκές εφοδιαστικές αλυσίδες. Γι’ αυτό τον λόγο «πρέπει να τονιστεί ότι τα αμερικανικά αγαθά, υπηρεσίες και τεχνολογίες αντιπροσωπεύουν μια πολύ πιο ελκυστική επένδυση μακροπρόθεσμα, καθώς είναι υψηλότερης ποιότητας και δεν συνοδεύονται από καμία από τις ίδιες προϋποθέσεις με την βοήθεια που προσφέρουν άλλες χώρες.»

Β - Το Ινδοειρηνικό

Το Ινδο-Ειρηνικό παράγει σήμερα το μισό του πλούτου της ανθρωπότητας, αλλά οι ηπαϊκο-κινεζικές εμπορικές σχέσεις είναι όλο και πιο ανισορροπημένες. Τόσο επειδή οι κανόνες μεταξύ των δύο χωρών ορίστηκαν όταν η Κίνα ήταν μια ανεπτυγμένη χώρα όσο και επειδή η ηπαϊκη οικονομία βρίσκεται σε πλήρη υποχώρηση [Δεν είναι αυτό που λέει ο Τραμπ, αλλά είναι αυτό που υπαινίσσεται.] Σκοπεύει λοιπόν να ενισχύσει το Quad (Αυστραλία, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ινδία) για να διασφαλίσει ότι η Κίνα δεν θα καταφέρει να αποκτήσει ηγεμονική θέση.

Επιθυμεί επίσης να κινητοποιήσει τους πόρους των εταίρων του για να ξεκινήσει μια πρωτοβουλία που θα ανταγωνίζεται τις κινεζικές οδούς του μεταξιού.

Σταματώντας στο θέμα της Ταϊβάν, επισημαίνει ότι το νησί διαθέτει μια «κυρίαρχη θέση στην παραγωγή ημιαγωγών, αλλά κυρίως ότι προσφέρει άμεση πρόσβαση στη δεύτερη αλυσίδα νησιών και διαιρεί τη Βορειοανατολική και τη Νοτιοανατολική Ασία σε δύο ξεχωριστά θέατρα επιχειρήσεων.» Γι’ αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αναπτύξουν την οικονομική τους κυριαρχία στο νησί ενώ θα προσέχουν να σέβονται την σινικότητα της Ταϊβάν να μην υποστηρίζει ποτέ μια σύγκρουση σχετικά με αυτή. Πράγματι, ο Ντόναλντ Τραμπ παρενέβη στη Σανάε Ταϊκάτσι, την Ιαπωνέζα πρωθυπουργό, για να της ζητήσει να σταματήσει να προκαλεί το Πεκίνο.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επίσης να διασφαλίσουν ότι οι εφοδιαστικές τους αλυσίδες δεν θα διακοπούν ποτέ στη Νοτιοκινεζική Θάλασσα από οποιονδήποτε.

Γ - Η Ευρωπαϊκή Ένωση

Η παραγωγή της ΕΕ έχει μειωθεί, σε τριάντα πέντε χρόνια (δηλαδή όχι από της Συνθήκης του Μάαστριχτ, αλλά από της ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς), από 25 σε 14% της παγκόσμιας παραγωγής. «Αλλά αυτή η οικονομική παρακμή επισκιάζεται από την πολύ πραγματική και πιο σκοτεινή προοπτική μιας πολιτισμικής εξαφάνισης.» Η αποκατάστασή της εξαρτάται από τον έλεγχο της μετανάστευσής της (κάποια κράτη μπορεί σύντομα να έχουν μη-ευρωπαϊκή πλειοψηφία) και την εγκατάλειψη «της στείρας εμμονής της για υπερβολικούς κανονισμούς».

Σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο Ντόναλντ Τραμπ γράφει «ότι είναι ζωτικής σημασίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες να διαπραγματευτούν μια γρήγορη παύση των εχθροπραξιών, προκειμένου να σταθεροποιηθούν οι ευρωπαϊκές οικονομίες, να εμποδιστεί μια κλιμάκωση ή μια ακούσια επέκταση της σύγκρουσης, να αποκατασταθεί η στρατηγική σταθερότητα με τη Ρωσία και να επιτραπεί η ανοικοδόμηση της Ουκρανίας μετά τις εχθροπραξίες, ώστε να εξασφαλιστεί η επιβίωσή της ως βιώσιμο κράτος».

Εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι «πολλοί Ευρωπαίοι θεωρούν τη Ρωσία ως υπαρξιακή απειλή», κάτι που υποδηλώνει μια λύση του πολέμου στην Ουκρανία που δεν θα αντέξουν.

Δ - Η Μέση Ανατολή

Αυτή η περιοχή δεν έχει πλέον την ίδια σημασία από τότε που «οι πηγές ενέργειας έχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά — με τις Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν γίνει ξανά καθαρά εξαγωγείς ενέργειας — και ο ανταγωνισμός μεταξύ υπερδυνάμεων έχει δώσει τη θέση του σε μια αντιπαλότητα μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν την πιο ζηλευτή θέση». «Αυτή η περιοχή θα γίνει όλο και περισσότερο μια πηγή και προορισμός διεθνών επενδύσεων».

Αν και λυπάται για την ακαμψία του Ιράν, ικανοποιείται που βλέπει τις κύριες κυβερνήσεις να πολεμούν τον «ριζοσπαστισμό». Παρότι δεν τον ονομάζει, μιλά εδώ για τον «τζιχαντισμό» που οι διοικήσεις Ομπάμα και Μπάιντεν ενθάρρυναν για πολύ καιρό, όπως έκανε και η Βρετανική Αυτοκρατορία.

Ε - Ανατολική Αφρική

Η στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών στην Αφρική «έχει επικεντρωθεί για πολύ καιρό στην παροχή και, στη συνέχεια, στη διάδοση της φιλελεύθερης ιδεολογίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε μάλλον να επικεντρωθούν στη δημιουργία συνεργασιών με ορισμένες χώρες για να καταπραΰνουν τις συγκρούσεις, να προωθήσουν αμοιβαία επωφελείς εμπορικές σχέσεις και να μεταβούν από ένα μοντέλο ξένης βοήθειας σε ένα μοντέλο επένδυσης και ανάπτυξης ικανό να εκμεταλλευτεί τους άφθονους φυσικούς πόρους και την υπάρχουσα οικονομική δυναμική της Αφρικής».

Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες έπρεπε να βοηθήσουν στην επίλυση των συνεχιζόμενων συγκρούσεων (για παράδειγμα, μεταξύ της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και της Ρουάντα, και στο Σουδάν), και να αποτρέψουν νέες συγκρούσεις (για παράδειγμα, μεταξύ της Αιθιοπίας, της Ερυθραίας και της Σομαλίας), θα έπρεπε κυρίως «να μεταβούν από μια σχέση εστιασμένη στη βοήθεια σε μια σχέση εστιασμένη στο εμπόριο και τις επενδύσεις με την Αφρική, δίνοντας προτεραιότητα σε συνεργασίες με ικανά και αξιόπιστα κράτη, που είναι πρόθυμα να ανοίξουν τις αγορές τους σε ηπαϊκά αγαθά και υπηρεσίες.»

Συμπέρασμα

Σε αντίθεση με την καρικατούρα που έχουν κάνει οι αντίπαλοί του, Ηπαϊκοι και ξένοι, η Στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται εξαιρετικά συνεκτική και σκεπτόμενη, αν και εκφρασμένη με απλό τρόπο με περιττές αναφορές στις νίκες του προέδρου.

Βρίσκεται σε πλήρη συνέχεια με το σχέδιό του του 2017: να τερματίσει την «Αμερικανική Αυτοκρατορία». Είναι ο πρώτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, εδώ και σχεδόν δύο αιώνες, σύμφωνα με τον οποίο η χώρα του δεν έχει κανέναν εχθρό. Με αυτό το τρόπο, αντιτίθεται τόσο στους παραδοσιακούς ιμπεριαλιστές, όσο και στους στράουσιστές και τους νεοσυντηρητικούς, αλλά ακόμα περισσότερο στους πολεμοκάπηλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν αναπτύσσει τον στρατό του σύμφωνα με τη ρωμαϊκή αρχή Si vis pacem, para bellum (αν θέλεις ειρήνη, ετοίμαζε τον πόλεμο), τοποθετείται ώστε να μην προκαλεί ποτέ πόλεμο και δεσμεύεται, αντίθετα, να βοηθήσει στην επίλυση συγκρούσεων, και πάλι σε αντίθεση με τη στρατηγική του βρετανού συμμάχου του, «διαίρει και βασίλευε».

Μετάφραση
Κριστιάν Άκκυριά

titre documents joints

[1Η Στρατιωτική Στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ”, του Τιερί Μεϊσάν, Μετάφραση Κριστιάν Άκκυριά, Ινφογνώμων Πολιτικά (Ελλάδα) , Δίκτυο Βολταίρος, 3 janvier 2018.

[2Η στρατηγική εθνικής ασφάλειας του προέδρου Μπάιντεν”, του Τιερί Μεϊσάν, Μετάφραση Κριστιάν Άκκυριά, Ινφογνώμων Πολιτικά (Ελλάδα) , Δίκτυο Βολταίρος, 6 avril 2021.

[3Το δόγμα Ράμσφελντ/Σεμπρόφσκι”, του Τιερί Μεϊσάν, Μετάφραση Κριστιάν Άκκυριά, Ινφογνώμων Πολιτικά (Ελλάδα) , Δίκτυο Βολταίρος, 25 mai 2021.