Γιατί αποδεχόμαστε τη λογοκρισία
Η εσωτερική λογική κάθε διοικήσεως είναι να ελέγχει αυτό που διαχειρίζεται. Αυτό συνεπάγεται ότι κάθε διοίκηση σκέφτεται να λογοκρίνει την αντιπολίτευσή τις. Σε μια Δημοκρατία, αντίθετα, οι πολιτικά υπεύθυνοι οφείλουν να ελέγχουν τις διοικήσεις τις και να φροντίζουν αυτές να σέβονται τις αρχές που θέλει και εγκρίνει ο λαός. Ωστόσο, σήμερα, τα ευρωπαϊκά κράτη — και ιδιαίτερα η Γαλλία — εγκαταλείπουν τις αξίες που διαμόρφωσαν και δεν διστάζουν πλέον να λογοκρίνουν απλόχερα.
Σε ολόκληρο τον κόσμο, ο Βολταίρος γιορτάζεται ως ο άνθρωπος που υπεράσπισε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο την ελευθερία του λόγου και μας την έκανε να τη συνδέσουμε ως προϋπόθεση για τη δημιουργία κάθε δημοκρατίας. Αυτός ήταν επίσης ο τρόπος σκέψης της Τσαρίνας Αικατερίνης Β’ της Ρωσίας, στην οποία έζησε για πολύ καιρό, αλλά και του Τζέι Ντι Βανς, του Αντιπροέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, για τον οποίο αυτή η «πιο θεμελιώδης ευρωπαϊκή αξία», που «μοιράζεται με τις ΗΠΑ», βρίσκεται σήμερα «σε υποχώρηση» [1].
Τον 20ό αιώνα, μόνο οι φασίστες και οι ναζί αντιτάχθηκαν μετωπικά στην ελευθερία του λόγου. Σύμφωνα με αυτούς, η ενότητα του λαού ήταν ανώτερη από τη δημόσια συζήτηση, που ήταν πηγή διχόνοιας. Είδαμε τις μαζικές σφαγές που διέπραξαν, όχι από πεποίθηση, αλλά ως προβλέψιμη συνέπεια των ιδεολογιών τους.
Παραδοσιακά, στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν ανέχονται κανέναν περιορισμό στην ελευθερία του λόγου, ενώ στη Γαλλία, γίνεται διάκριση μεταξύ των απόψεων και των ύβρεων και των δυσφημίσεων.
Εδώ, απαιτείται μια παρένθεση: για να διασφαλίσουν ότι η απαγόρευση των ύβρεων και δυσφημίσεων δεν θα χρησιμοποιηθεί ποτέ για να περιοριστεί η ελευθερία του λόγου, οι πρόγονοί μας είχαν φανταστεί ότι όλες οι δίκες σχετικά με αυτό το θέμα θα διεξάγονταν ενώπιον λαϊκών δικαστών. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει πλέον από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην πράξη, η προσφυγή σε επαγγελματίες δικαστές καθιστά τις αποφάσεις τους επιρρεπείς σε επίδραση από το Κράτος.
Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια, έχουμε αθόρυβα επαναφέρει μια εξουσία του Κράτους και της κοινωνίας να ασκεί πίεση στην ελεύθερη έκφραση. Σιγά σιγά, απαγορεύσαμε λόγους που σοκάρουν τμήματα του πληθυσμού. Πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, απαγορεύαμε έγκλημα καθοσιώσεως και την ιεροσυλία, σήμερα απαγορεύουμε τον αντισιωνισμό και το ισλαμοφοβία. Ωστόσο, ο αντισιωνισμός δεν είναι υποκίνηση εναντίον μιας θρησκευτικής ή εθνοτικής ομάδας, αλλά μια πολιτική άποψη που μοιράζονται, μεταξύ άλλων, και Ισραηλινές εβραϊκές προσωπικότητες, και η ισλαμοφοβία συχνά δεν είναι τίποτα άλλο από μια εύλογη κριτική της μουσουλμανικής σκέψης, όσο ακριβώς ασκούμε και για τη χριστιανική σκέψη.
Αυτό, λοιπόν, που επιχειρείται να απαγορευτεί δεν είναι ένα συγκεκριμένο μήνυμα, αλλά μάλλον κάθε μήνυμα που αμφισβητεί «αλήθειες» που πιστεύουμε ότι είναι καθιερωμένες. Μπορούμε να πάρουμε το πρόβλημα από την άλλη πλευρά: το ζήτημα δεν είναι τι θέλουμε να απαγορεύσουμε, αλλά ποια λάθη προσπαθούμε να προστατέψουμε: την πεποίθηση ότι δεν πρέπει να αποκλίνουμε από τις κοινές προκαταλήψεις.
Για παράδειγμα: οι πολιτισμοί μπορούν να αναπτυχθούν μόνο με πρόσβαση σε πηγές ενέργειας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στην Αρχαιότητα εφαρμοζόταν η δουλεία. Σήμερα, χρησιμοποιούμε τεράστια αποθέματα αερίου και πετρελαίου. Η διοίκηση Μπους-Τσέινι ήταν πεπεισμένη ότι φτάναμε στο τέλος αυτής της εποχής και ότι έπρεπε επομένως να επενδύσουμε σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Εμείς οι ίδιοι είμαστε πεπεισμένοι ότι το αέριο και το πετρέλαιο, αν δεν εξαντληθούν στα επόμενα χρόνια, μολύνουν την ατμόσφαιρα που αναπνέουμε και προκαλούν την υπερθέρμανση του πλανήτη, όπως οι πρόγονοί μας οι Γαλάτες πίστευαν ότι ο ουρανός θα τους έπεφτε στο κεφάλι. Ωστόσο, αυτή η αντίληψη δεν έχει ποτέ γίνει αντικείμενο επιστημονικού διαλόγου. Εγκαταλείπεται τόσο από τη Ρωσία, όσο και από την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ακαδημία Επιστημών της Ρωσίας υποστηρίζει μια άλλη θεωρία για να εξηγήσει τις αλλαγές του κλίματος, αλλά εμείς δεν την έχουμε συζητήσει ποτέ. Αναφερόμαστε σε μια συνέλευση αντιπροσώπων των Ηνωμένων Εθνών, το Διοικητικό Συμβούλιο για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), που αποτελείται αποκλειστικά από δημόσιους υπαλλήλους των κρατών μελών. Μερικοί είναι πράγματι επιστήμονες, αλλά όλοι συμμετέχουν ως δημόσιοι υπάλληλοι που εκπροσωπούν τις κυβερνήσεις τους. Τα μέσα μας ενημέρωσης είναι μπλοκαρισμένα πάνω στο θέμα και δεν θα ξυπνήσουμε παρά μόνο όταν η Ρωσία, η Κίνα και οι ΗΠΑ θα έχουν οργανωθεί από κοινού και εμείς θα έχουμε φτωχύνει.
Άλλο παράδειγμα: για ογδόντα χρόνια, ζήσαμε περισσότερο ή λιγότερο υπό αγγλοσαξονική προστασία. Υποστηρίζουμε επομένως την οργάνωση του κόσμου σύμφωνα με τους «κανόνες» που θέτει η G7, δηλαδή που δεχόμαστε ελεύθερα. Ξεχάσαμε τις αρχές του διεθνούς δικαίου που δημιούργησαν η Γαλλία και η Ρωσία λίγο πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Διεθνής Συνδιάσκεψη Ειρήνης της Χάγης 1899). Σκοπός αρχικά ήταν να δεσμευτούμε να μην συμπεριφερόμαστε όπως βάρβαροι και να μην σφαγιάζουμε αμάχους κατά τους πολέμους μας. Εκείνη την εποχή είχε σχεδιαστεί, λοιπόν, ένα «Δίκαιο του Πολέμου». Κανείς δεν το αμφισβητεί αυτό, εκτός από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ που έχουν γενικεύσει το βασανιστήριο και, το δεύτερο, διαπράττει γενοκτονία. Κατά τη διάρκεια μιας δεύτερης συνδιάσκεψης, είχε τονιστεί ότι, για να ζήσει κανείς ειρηνικά με τους γείτονές του, κάθε κράτος οφείλει να σέβεται τις δεσμεύσεις του. Και, με τα Ηνωμένα Έθνη, προκηρύξαμε το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση, δηλαδή την αποαποικιοκρατία. Ωστόσο, σήμερα, τα παιδιά μας αγνοούν ακόμη και ότι ένας Γάλλος, ο Λεόν Μπουρζουά (1851-1925), ήταν ο κύριος συντάκτης του διεθνούς δικαίου. Ήταν πρωθυπουργός, πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης, πρόεδρος της Γερουσίας και βραβευμένος με το Νόμπελ Ειρήνης. Ήταν ο κεντρικός άνδρας της Γ’ Γαλλικής Δημοκρατίας (1870-1940), αλλά έχει εξαφανιστεί από τα σχολικά μας εγχειρίδια.
Μια άλλη πτυχή της ελευθερίας του λόγου είναι ότι δεν θα περνούσε από το μυαλό κανενός το Κράτος να εκδίδει ένα περιοδικό για να μας δίνει το δικό του οπτικό γωνία για την επικαιρότητα. Παρόλα αυτά, τον 17ο αιώνα, ο Θεόφραστος Ρενωντό είχε ιδρύσει ένα περιοδικό, La Gazette, που ευημέρησε με την υποστήριξη του Καρδινάλιου Ρισελιέ. Αυτό συνέβη επειδή εκείνη την εποχή, αν και η τυπογραφία επέτρεπε την έκδοση εφημερίδων, δεν υπήρχαν ακόμη μέσα για τη διάδοσή τους παντού. Το Κράτος επένδυσε επομένως για να καταστήσει τον τύπο προσιτό σε όλους και παντού. Αλλά σήμερα κανείς δεν δυσφορεί για την ύπαρξη μιας δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας. Βέβαια, στην αρχή, στο μεσοπόλεμο, ήταν αδύνατο για ιδιωτικά κεφάλαια να δημιουργήσουν ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, οπότε το Κράτος επένδυσε σε αυτές τις καινοτομίες, μέχρι να μειωθεί το κόστος τους και να μπορέσουν να δημιουργηθούν ιδιωτικά κανάλια.
Ένα σκάνδαλο μόλις ξέσπασε στη Γαλλία με τη διάδοση ενός βίντεο, που καταγράφηκε σε ένα μεγάλο καφενείο στο Παρίσι, στο οποίο φαίνονται δύο διάσημοι σχολιαστές του «δημόσιου ομίλου» να εξηγούν σε στελέχη ενός αντιπολιτευόμενου πολιτικού κόμματος πώς πρόκειται να καταστήσουν αποτυχημένη την υποψηφιότητα ενός υπουργού για το δημαρχείο του Παρισιού, χειραγωγώντας τους ακροατές και τους τηλεθεατές τους. Κατ’ αρχήν, ο «δημόσιος όμιλος» οπτικοακουστικού περιεχομένου θα έπρεπε να είναι στην υπηρεσία όλων και όχι ένα εργαλείο κομματικής προπαγάνδας.
Παρόλα αυτά, έχουμε στη Γαλλία, μια «Αρχή Ρύθμισης της Οπτικοακουστικής και Ψηφιακής Επικοινωνίας» (Arcom - Αρκόμ) που είναι αρμόδια (1) να επιλέγει τους διευθυντές του δημόσιου ομίλου, (2) τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια που επιτρέπονται και (3) να απαγορεύει αυτά που δεν σέβονται την «δεοντολογία».
Πρώτον, εάν πρέπει να υπάρχει ένας «δημόσιος όμιλος» οπτικοακουστικού, είναι αρμοδιότητα της κυβέρνησης να ορίσει τη διοίκησή του και όχι να κρύβεται πίσω από μια διοικητική «αρχή». Προχωρώντας όσο το δυνατόν περισσότερο στη σύγχυση των εξουσιών, το Κράτος έχει τοποθετήσει δύο δικαστικούς λειτουργούς μεταξύ των εννέα μελών της Αρκόμ. Σκοπός είναι να δοθεί μια εμφάνιση δικαιοσύνης σε αποφάσεις που δεν σέβονται τις αρχές της άμυνας. Και, ενώ σήμερα δεν υπάρχει κανένας λόγος το Κράτος να ανακατεύεται στο οπτικοακουστικό, το Κράτος επέκτεινε τις αρμοδιότητες της Αρκόμ στο διαδίκτυο. Είναι επομένως δυνατό μια διοικητική αρχή να απαγορεύει βίντεο στο Διαδίκτυο απουσία οποιασδήποτε καταδίκης από τη δικαιοσύνη για έγκλημα ή αδίκημα.
Δεύτερον, εάν στο παρελθόν ο αριθμός των διαύλων για μετάδοση ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών προγραμμάτων ήταν περιορισμένος και, επομένως, το Κράτος έπρεπε να αποφασίσει ποιος είχε πρόσβαση σε αυτούς και ποιος στερήθηκε, αυτό δεν ισχύει πλέον. Δεν υπάρχει επομένως κανένας λόγος να αποφασίζει κανείς ποιος έχει το δικαίωμα να εκπέμπει ή όχι.
Τρίτον, καμία διοικητική αρχή δεν θα έπρεπε να σφετερίζεται δικαστική εξουσία και να αποφασίζει την απαγόρευση ενός μέσου ενημέρωσης. Σε μια δημοκρατία, μια τέτοια απαγόρευση είναι αποκλειστικά του νομικού πεδίου και μπορεί να επιβληθεί μόνο σε περίπτωση εγκλήματος. Αυτό προφανώς δεν ισχύει για το Russia Today, το C8 ή το NRJ12.
Τελευταία παρατήρηση: οι περιορισμοί του Τύπου είναι τέτοιοι που το Κράτος οδηγήθηκε να παραχωρήσει στους δημοσιογράφους ειδικές φορολογικές συνθήκες για να βρουν οικονομική ισορροπία για τη δραστηριότητά τους. Έτσι, ο γραπτός Τύπος φορολογείται στο 2,1% και όχι στο 20%. Δημιουργήθηκε επομένως μια «Αντιπροσωπευτική Επιτροπή Εκδόσεων και Πρακτορείων Τύπου» (CPPAP - ΣΠΣΕΠΤ) που φροντίζει αυτό το φορολογικό προνόμιο να εφαρμόζεται μόνο σε πραγματικά όργανα του Τύπου. Ωστόσο, στην πράξη, αυτή χρησιμοποιεί την εξουσία της για να στερήσει από ορισμένα αντιπολιτευόμενα όργανα του Τύπου τη δυνατότητα οικονομικής ισορροπίας.
Έτσι, η ΣΠΣΕΠΤ αρνείται να αναγνωρίσει την εβδομαδιαία ενημερωτική επιστολή του δικτύου Βολταίρος, την Διεθνή Επικαιρότητα ως δημοσιογραφική έκδοση. Αυτή η Επιτροπή θεώρησε, μόνο και μόνο λόγω του αρχισυντάκτη της (στην προκειμένη περίπτωση, ο συντάκτης αυτού του άρθρου), ότι αυτή η έκδοση δεν ήταν δημοσιογραφία. Σύμφωνα με τα πρακτικά των συνεδριάσεών της, δεν κοίταξε ούτε για μια στιγμή το περιεχόμενό της.
Η υποβάθμιση της ελευθερίας του λόγου στη Γαλλία είναι τέτοια που γίνεται αντικείμενο μελέτης για τους γείτονές μας [2]. Όπως πάντα, η επιστροφή της λογοκρισίας πραγματοποιείται γύρω από την απαγόρευση πραγμάτων που σοκάρουν την πλειοψηφία. Στον 17ο αιώνα, το Κράτος απαγόρευε την πορνογραφία, στον 21ο αιώνα, διασφαλίζει ότι δεν την απαγορεύει πλέον, αλλά απαγορεύει την πρόσβαση των παιδιών σε αυτήν.
Κριστιάν Άκκυριά
[1] « JD Vance dit à Munich Security Conference “There’s A New Sheriff In Town” », J.D. Vance, Voltaire Network, 14 février 2025.
[2] «How France Invented The Censorship Industrial Complex. The Twitter Files – France, Case Studies», Pascal Clérotte and Thomas Fazi, Civilisation works (2025).