Ο γνωστικός πόλεμος στη Δύση
Στη Δύση, η λογοκρισία δεν είναι παρά μόνο μια μέθοδος διακυβέρνησης μιας άλλης εποχής. Το ΝΑΤΟ διεξάγει έναν γνωστικό πόλεμο, όχι ενάντια σε ιδέες και συλλογισμούς, αλλά για να αλλάζει την ικανότητα των πολιτών να λαμβάνουν υπόψη τον τρόπο σκέψης των άλλων πολιτισμών. Αυτός ο πόλεμος οδήγησε πρώτα στην απαγόρευση των ρωσικών μέσων ενημέρωσης, του RT, του Sputnik κ.λπ. Στη συνέχεια, σήμερα να ασκηθεί πολύ ισχυρή πίεση εναντίον των δημοσιογράφων, όπως του Scott Ritter ή του Jürgen Elsässer, οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται τους Ρώσους ως εχθρούς επειδή είναι ικανοί να τους καταλάβουν.
Ηδυτική Βουλγάτα για τη σύγκρουση μεταξύ των Αγγλοσαξόνων και της Ρωσίας δεν ανέχεται την αντίθεση. Μερικές προσωπικότητες ή εταιρείες που ανέφεραν άλλη άποψη έχουν υποστεί αυθαίρετη καταστολή.
Όλα ξεκίνησαν, στη Γαλλία, κατά τη διάρκεια της προεδρικής εκλογής του Μαΐου 2017. Δύο ρωσικά μέσα ενημέρωσης, το RT και το Sputnik, μετάδωσαν τα χακαρισμένα αρχεία της ομάδας του υποψηφίου Εμανουέλ Μακρόν και τα σχόλια ενός βουλευτή για τον υποτιθέμενο λογαριασμό του Offshore στις Μπαχάμες. Ο κ. Μακρόν υπόβαλλε καταγγελία κατά Χ (δηλαδή χωρίς να κατονομάσει το φερόμενο πρόσωπο του αδικήματος). Ωστόσο, τα πράγματα παρέμειναν εκεί μέχρι που, ένα μήνα αργότερα, ο εκλεγμένος κ. Μακρόν έδωσε συνέντευξη Τύπου με τον Ρώσο ομόλογό του, Βλαντιμίρ Πούτιν, στις Βερσαλλίες. Χαρακτηρίζει τότε τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης ως «όργανο επιρροής το οποίο, σε πολλές περιπτώσεις, παρήγαγε αναλήθειες για εμένα και την εκστρατεία μου (…) Το Russia Today και το Sputnik δεν συμπεριφέρθηκαν ως όργανα του Τύπου και ως δημοσιογράφοι, αλλά συμπεριφέρθηκαν σαν όργανα επιρροής, προπαγάνδας, και ψευδούς προπαγάνδας, τίποτα το περισσότερο, τίποτα το λιγότερο».
Το 2020, οι βρετανικές αρχές δίνουν μια ερμηνεία για τη δηλητηρίαση του Σεργκέι και της Γιούλια Σκριπάλ, ενώ το RT δίνει μια άλλη. Η ρυθμιστική αρχή των μέσων ενημέρωσης, το Office of Communication (Ofcom), στέλνει μια σειρά ειδοποιήσεων στο ρωσικό κανάλι και εντέλει του επιβάλλει πρόστιμο 200.000 λιρών, το οποίο θα επικυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο του Λονδίνου.
Στις 10 Μαρτίου 2021, η Διεύθυνση της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών δημοσίευσε μια έκθεση σχετικά με τις εξωτερικές απειλές κατά τις εκλογές του 2020 [1]. Υποστηρίζει ότι ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν είχε δώσει εντολή στα ΜΜΕ του να δυσφημήσουν την υποψηφιότητα του Τζο Μπάιντεν και να υποστηρίξουν έτσι αυτή του Ντόναλντ Τραμπ. Ωστόσο, τίποτα από αυτά δεν είναι αξιόμεμπτο και δεν αναφέρεται ονομαστικά κανένα μέσο ενημέρωσης.
Το 2022, οι γερμανικές αρχές ανησυχούν για τη σχέση του RT με τη «ρωσική επίθεση κατά της Ουκρανίας». Το κανάλι παρουσιάζει πράγματι τα επιχειρήματα του Κρεμλίνου για την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» που κατέστη αναγκαία από την παρουσία νεοναζί στην κυβέρνηση του Κιέβου. Το απαγορεύουν επομένως και σύντομα ακολουθούνται από την Ε.Ε. Στις 27 Φεβρουαρίου, η Ursula von der Leyen, πρόεδρος της Επιτροπής, ανακοίνωσε την απαγόρευση του RT και του Sputnik σε ολόκληρη την Ένωση. Λίγες μέρες αργότερα, το YouTube έκλεισε την πρόσβαση των Ευρωπαίων στα κανάλια της αλυσίδας και του πρακτορείου. Ένα μήνα αργότερα, ο Καναδάς απαγόρευσε με τη σειρά του το RT και το Sputnik.
Η λογοκρισία επιταχύνεται το 2024. Στις 27 Μαρτίου 2024, η τσεχική κυβέρνηση απαγόρευσε τον ιστότοπο Voice of Europe και επέβαλε κυρώσεις κατά του πρώην Ουκρανού βουλευτή Viktor Medvedchuk που φέρεται να τον χρηματοδότησε. Την ίδια μέρα, η πολωνική αστυνομία έκανε έρευνα στα γραφεία του ιστότοπου στη Βαρσοβία και κατάσχεσε μετρητά. Στις 17 Μαΐου 2024, η ΕΕ απαγόρευσε το RIA-Novosti καθώς και το Voice of Europe, καθώς και τις εφημερίδες Izvestia και Rossiïskaïa Gazeta .
Δεν υπήρξε ποτέ, ούτε στις ΗΠΑ ούτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μήνυση κατά των RT, Spunik, RIA-Novosti, Voice of Europe, Izvestia και Rossiïskaïa Gazeta. Οι απαγορεύσεις τους είναι καθαρά διοικητικές. Στην ΕΕ, η ελευθερία της έκφρασης δεν ισχύει για τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης.
Στις 15 Ιουλίου 2024, η γερμανική ομοσπονδιακή αστυνομία πραγματοποίησε έρευνα στα σπίτια του αρχισυντάκτη του Compact, Magazin für Souveränität, Jürgen Elsässer και είκοσι περίπου συνεργατών του. Έψαχνε για στοιχεία για την προετοιμασία ενός πραξικοπήματος, κατάσχεσε μεγάλη ποσότητα εξοπλισμού, αλλά δεν βρήκε τίποτα. Ταυτόχρονα, η υπουργός Εσωτερικών, η σοσιαλίστρια Nancy Fraeser, απαγόρευσε διοικητικά το περιοδικό.
Στις 7 Αυγούστου 2024, το FBI έκανε έφοδο στο σπίτι του Σκοτ Ρίτερ για να βρει στοιχεία για την φερόμενη χρηματοδότησή του από τη Ρωσία. Και εκεί η ομοσπονδιακή αστυνομία κατάσχεσε πολλά πράγματα, αλλά δεν βρήκε τίποτα. Το μόνο αδίκημα του κ. Ritter είναι ότι, από του πόλεμου κατά του Ιράκ, δεν σταμάτησε να αναλύει τα ψεύδη των αμερικανικών κυβερνήσεων· μια μορφή διαμαρτυρίας, η οποία κατ’ αρχήν επιτρέπεται σε δημοκρατία.
Στις 14 Αυγούστου 2024, το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο στη Λειψία ακύρωσε το διάταγμα απαγόρευσης των Compact, Magazin für Souveränität, ενώ περίμενε την κυβέρνηση Scholz να παρουσιάσει στοιχεία για τη συνωμοσία για την οποία κατηγορούσε το περιοδικό. Απαίτησε να επιστραφούν οι κατασχέσεις που έγιναν στον Jürgen Elsässer και στους συναδέλφους του. Στην πραγματικότητα, το μόνο αδίκημα του κ. Elsässer είναι ότι δήλωσε ότι η κυβέρνηση Scholz προδίδει τον γερμανικό λαό και ότι εύχεται την ανατροπή του· μια γνώμη, σίγουρα ριζοσπαστική, αλλά που επιτρέπεται κατ’ αρχήν σε μια δημοκρατία. Εκτός από το περιοδικό του, δημιούργησε ένα κανάλι στο Διαδίκτυο που το βλέπουν καθημερινά 1,2 εκατομμύρια Γερμανοί.
Στις 4 Σεπτεμβρίου, η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε ποινικές διώξεις και κυρώσεις για να απαντήσει σε απόπειρες παρέμβασης στις εκλογές, για τις οποίες κατηγόρησε τη Ρωσία. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ επιβάλλει περιορισμούς έκδοσης βίζας στα μέσα ενημέρωσης του Ομίλου Rossia Segodnia.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 2024, ερωτηθείς από τον Τύπο, ο υπουργός Εξωτερικών Antony Blinken στιγμάτισε τις αποσταθεροποιητικές δραστηριότητες του RT, το οποίο μετατράπηκε, σύμφωνα με τον ίδιο, σε «κλάδο» της ρωσικής υπηρεσίας πληροφοριών στον κόσμο. Σχεδόν δύο χρόνια νωρίτερα, οι υπηρεσίες του είχαν δημοσιεύσει μια ειδική αναφορά: Τα ΜΜΕ που χρηματοδοτούνται από το Κρεμλίνο: Ο ρόλος του RT και του Sputnik στο ρωσικό σύστημα παραπληροφόρησης και προπαγάνδας [2]. Τρεις μέρες μετά τον Υπουργό Εξωτερικών, στις 16 Σεπτεμβρίου, η Meta, η οποία κατέχει το Facebook, το Instagram και το WhatsApp, δήλωσε: «Η Rossia Segodnia, το RT και άλλες σχετικές οντότητες έχουν πλέον αποκλειστεί από τις εφαρμογές μας παγκοσμίως λόγω των ξένων παρεμβολών τους. »
Στις 21 Σεπτεμβρίου, το κινέζικο Tik-Tok ευθυγραμμίζεται με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και κλείνει τους λογαριασμούς των ρωσικών ΜΜΕ.
Μπορούμε προφανώς να πιστέψουμε ότι αυτές οι υποθέσεις δεν συνδέονται, ακόμα κι αν όλες αφορούν ΜΜΕ. Αυτό είναι απίθανο στο βαθμό που οι αρχές των ΗΠΑ και της ΕΕ έχουν παραβιάσει ξεδιάντροπα την αρχή της ελευθερίας της έκφρασης που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα των ΗΠΑ και στα ευρωπαϊκά κείμενα. Τίθεται το ερώτημα ποιος φορέας συντονίζει αυτές τις ενέργειες και για ποιο σκοπό.
Ανέφερα, το 2016, την δημιουργία του Κέντρου Στρατηγικών Επικοινωνιών του ΝΑΤΟ [3] και, το 2022, του «Συμβουλίου Διακυβέρνησης Παραπληροφόρησης» (Disinformation Governance Board) από την κυβέρνηση Μπάιντεν [4]. Η πρώτη μονάδα υπάρχει ακόμα και αναπτύσσεται, ενώ η δεύτερη διαλύθηκε καθώς η διευθύντρια της πέρασε στην υπηρεσία του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών.
Όλο αυτό το σύστημα προσπαθεί τώρα να παρέμβει όσο το δυνατόν ανάντη. Με βάση τις τελευταίες ανακαλύψεις στη νευροεπιστήμη, είναι θέμα προσανατολισμού του εγκεφάλου πριν καν σκεφτεί ότι πρόκειται για «γνωστικό πόλεμο». Αυτή η θεωρία είναι μια γαλλική εφεύρεση, λόγω τριών ιθαγενών του Μπορντό, François du Cluzel, Bernard Claverie και Baptiste Prébot [5] εντός της Συμμαχικής Διοίκησης Μετασχηματισμού του ΝΑΤΟ, υπό τη διοίκηση των στρατηγών André Lanata και Philippe Lavigne.
Από την προοπτική του γνωστικού πολέμου, είναι σημαντικό να παρέμβουμε όσο το δυνατόν νωρίτερα προτού επικρατήσουν ορισμένες ιδέες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, τον Φεβρουάριο του 2022, κατά την εφαρμογή της Απόφασης 2022 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ από τη Ρωσία (που καταχρηστικά περιγράφεται ως «ρωσική επίθεση» από την ατλαντιστική προπαγάνδα), οι αντίπαλοι της Ρωσίας δίστασαν να απαγορεύσουν τη ρωσική κουλτούρα και στη συνέχεια υπέκυψαν στην απαγόρευση των ρωσικών μέσων ενημέρωσης. Εντέλει, το ιδανικό για αυτούς είναι να απαγορευτούν όχι ρωσικές αναμεταδόσεις στα μέσα ενημέρωσης, αλλά τα μέσα ενημέρωσης που προσπαθούν να κατανοήσουν την ρωσική σκέψη.
Ο εχθρός δεν είναι πλέον αυτός που ανακοινώνει τα δελτία τύπου του Κρεμλίνου, αλλά αυτός που προσπαθεί να κατανοήσει τον ρωσικό τρόπο σκέψης. Αυτή ήταν κάποτε η λειτουργία των διπλωματών: να κατανοούν τον τρόπο σκέψης των άλλων. Αλλά, στις 16 Απριλίου 2022, ο πρόεδρος Μακρόν διέλυσε το διπλωματικό σώμα αμέσως μετά την απαγόρευση των ρωσικών μέσων ενημέρωσης στη Γαλλία και, πριν από λίγες εβδομάδες, η κυβέρνησή του συνέλαβε τον Pavel Durov, τον ιδρυτή του Telegram, επειδή παρείχε ένα ιδιωτικό μέσο επικοινωνίας στους χρήστες του και ως εκ τούτου να συζητούν με Ρώσους.
Αυτές οι προσπάθειες συντονίζονται πιθανότατα από το Κέντρο Στρατηγικών Επικοινωνιών του ΝΑΤΟ, τη μοναδική οργάνωση που έχει ταυτόχρονα εμπειρία στον γνωστικό πόλεμο και την εξουσία να απαγορεύει αυτό ή εκείνο το μέσο ενημέρωσης και στη συνέχεια να συλλαμβάνει το ένα ή το άλλο άτομο.
Σύμφωνα με πληροφορίες μας, οι στόχοι καθορίζονται από το Γραφείο Προστασίας του Συντάγματος της Βαυαρίας (Bayerisches Landesamt für Verfassungsschutz). Αυτό το γραφείο ιδρύθηκε το 1950 από τον Ύπατο Αρμοστή των Ηνωμένων Πολιτειών στην κατεχόμενη Γερμανία, John McCloy. Αποτελούταν από πρώην SS και πρώην μέλη της Γκεστάπο. Τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε: έτσι, πριν από λίγους μήνες, αυτό το γραφείο κατέταξε περίπου εκατό ομάδες της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένης της ένωσης Attac και του κόμματος Die Linke, ως «αριστερούς εξτρεμιστές», κατηγορώντας τις για διασυνδέσεις με την τρομοκρατία και πρότεινε την απαγόρευσή τους .
Προς μεγάλη μου έκπληξη, είχα την ευκαιρία να επαληθεύσω ότι αυτό το γραφείο με κατατάσσει ως «πράκτορα της ρωσικής επιρροής» λόγω της υπεράσπισής μου του διεθνούς δικαίου που αναπτύχθηκε το 1899 από την κυβέρνηση του Νικολάου Β’ και τον νομπελίστα Ειρήνης του 1920, τον Γάλλο Léon Bourgeois [6]. Προφανώς, αυτά τα οξυδερκή λαγωνικά δεν αντέδρασαν παρά μόνο στην αναφορά στον Τσάρο, αγνοώντας εκείνη του επιφανούς πολιτικού, πρώην προέδρου του συμβουλίου και πρώην προέδρου της εθνοσυνέλευσης και στη συνέχεια της γερουσίας. Είναι αλήθεια ότι τον έχουμε ήδη αφαιρέσει από τα σχολικά μας βιβλία.
Ζούμε μια απροσδόκητη στιγμή: η αντίσταση στον γνωστικό πόλεμο σημαίνει να έχεις εργαλεία αναφοράς, σημεία σύγκρισης, με μια λέξη, γενική κουλτούρα.
Τι πρέπει να θυμάστε:
• Αντί να ασκεί ευρεία λογοκρισία των αντιφρονούντων ιδεών, το ΝΑΤΟ θέλει να επηρεάσει τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Είναι «γνωστικός πόλεμος». Όλες οι ιδέες επιτρέπονται, αλλά κανείς δεν πρέπει να έχει γενική κουλτούρα, δηλαδή ένα διανοητικό μέσο για να τις επαληθεύσει.
• Οι απαγορεύσεις των ρωσικών μέσων ενημέρωσης και οι πολύ θεαματικές έρευνες των Scott Ritter και Jürgen Elsässer αποτρέπουν συλλήψεις μεγάλης κλίμακας. Δεν θα είναι πλέον απαραίτητο να τρομοκρατούν τον πληθυσμό όταν θα έχουν φιμώσει τα άτομα που εμποδίζουν την καλή λειτουργεία του συστήματος.
Κριστιάν Άκκυριά
[1] Foreign Threats to the 2020 US Federal Elections, Avril Haines, March 10, 2021.
[2] Kremlin-Funded Media : RT and Sputnik’s Role in Russia’s Desinformation and Propaganda Ecosystem, Global Engagement Center, January 2022.
[3] “Η εκστρατεία του ΝΑΤΟ κατά της ελευθερίας της έκφρασης”, του Τιερί Μεϊσάν, Μετάφραση Κριστιάν Άκκυριά, Ινφογνώμων Πολιτικά (Ελλάδα) , Δίκτυο Βολταίρος, 5 décembre 2016.
[4] “Η Δύση παραιτείται από την ελευθερία της έκφρασης”, του Τιερί Μεϊσάν, Μετάφραση Κριστιάν Άκκυριά, Δίκτυο Βολταίρος, 8 novembre 2022.
[5] Cognitive Warfare, François du Cluzel, NATO’s Allied Command Transformation, November 2020.
[6] “Ποια διεθνής τάξη;”, του Τιερί Μεϊσάν, Μετάφραση Κριστιάν Άκκυριά, Δίκτυο Βολταίρος, 7 novembre 2023.