Translate

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Η ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ (1830) ΣΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ (1913)

*Αφίσα εποχής

Του κ. Απόστολου Τσομπάνη-Νότιου*
          
         Η χρονολογική περίοδος που μεσολάβησε από την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Οθωμανικό ζυγό (1830) μέχρι την ενσωμάτωση και της Ανατολικής Μακεδονίας στον εθνικό κορμό (1913) ήταν καθοριστική για την μετέπειτα εξέλιξη των γεγονότων, όπως αυτά συνέβησαν σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο.
          Στις 3 Φεβρουαρίου 1830, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Τα εδάφη του νεοσύστατου κράτους περιελάμβαναν την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τις Κυκλάδες και την Εύβοια. Τρία χρόνια πριν, το 1827, Κυβερνήτης της Ελλάδας ορίστηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας, πάλαι ποτέ Υπουργός Εξωτερικών του Τσάρου της Ρωσίας.
          Ο Καποδίστριας παρέμεινε στη θέση του Κυβερνήτη μέχρι την δολοφονία του, το 1831. Δύο χρόνια μετά, το 1833, οι Μεγάλες Δυνάμεις όρισαν πρώτο βασιλιά τον νεαρό πρίγκιπα Όθωνα. Ο Όθωνας βασίλευσε ως την έξωσή του, το 1862. Η βασιλεία του χαρακτηρίστηκε από απολυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης, ακόμα και μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και τη σύνταξη του πρώτου Συντάγματος.


          Από τις απαρχές της σύστασης του νέου ελληνικού κράτους διάχυτη ήταν η επιθυμία της απελευθέρωσης των αλύτρωτων αδελφών και της ενσωμάτωσής τους στον εθνικό κορμό. Η επιθυμία αυτή, γνωστή ως Μεγάλη Ιδέα, διατυπώθηκε και τέθηκε ως ύψιστος στόχος της Ελλάδας από τον Ιωάννη Κωλέττη, Πρωθυπουργό της Ελλάδας. Η Μεγάλη Ιδέα ήταν, με σημερινούς όρους, το δόγμα εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, ως την Μικρασιατική Καταστροφή.
 *Ο Ιωάννης Κωλέττης, Πρωθυπουργός της Ελλάδας (1834-1835, 1844-1847)

          Μετά την έξωση του Όθωνα από την Ελλάδα η ελληνική αντιπροσωπεία επέλεξε ως νέο Μονάρχη τον πρίγκιπα Γεώργιο, γιο του βασιλιά της Δανίας. Ο Γεώργιος ήταν και η προτίμηση της Αγγλίας, η οποία ως αντάλλαγμα προχώρησε στην παραχώρηση των Επτανήσων στην Ελλάδα το 1863 σαν δώρο προς τον νέο Μονάρχη. Η ένωση των Επτανήσων ήταν η πρώτη ενσωμάτωση αλύτρωτων εδαφών στον εθνικό κορμό, σύμφωνα με τις αρχές της Μεγάλης Ιδέας.
          Η κατάσταση στις περιοχές όπου κατοικούσαν υπόδουλοι Έλληνες δεν ήταν καλή. Το 1870 αναγνωρίστηκε με φιρμάνι από τον Σουλτάνο η Εξαρχία, η αυτόνομη Εκκλησία της Βουλγαρίας που αποσπάστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το φιρμάνι αυτό έδινε τη δυνατότητα στα μέλη της Εξαρχίας να εκλέγουν δικούς τους Επισκόπους και να προσαρτούν εδάφη στην Εξαρχία, εφόσον τα 2/3 του πληθυσμού δήλωναν ότι συντάσσονται με την Εξαρχία.
          Η δημιουργία της Εξαρχίας ήταν ουσιαστικά ο Δούρειος Ίππος για την ικανοποίηση των εδαφικών διεκδικήσεων της Βουλγαρίας και την εκπλήρωση του οράματος της Μεγάλης Βουλγαρίας. Απώτερος σκοπός ήταν η έξοδος στο Αιγαίο προκειμένου να μπορέσει να αναπτύξει το θαλάσσιο εμπόριό της χωρίς περιορισμούς από την Οθωμανική Αυτοκρατορία εξαιτίας της γεωστρατηγικής θέσης της.
          Το όραμα της Μεγάλης Βουλγαρίας πήρε σάρκα και οστά το 1878, με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου μετά τη λήξη του ρωσοτουρκικού Πολέμου. Με βάση τη Συνθήκη αυτή, η Βουλγαρία πήρε όλη τη Μακεδονία, πλην της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής, και τμήμα της Ανατολικής Θράκης. Ταυτόχρονα, δημιουργήθηκε στη Ρωσία το κίνημα του Πανσλαβισμού, σύμφωνα με το οποίο η Ρωσία έπρεπε να είναι η προστάτιδα χώρα όλων των σλαβόφωνων πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
*Τα εδαφικά κέρδη της Βουλγαρίας με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου

          Η Μεγάλη Βουλγαρία δε κράτησε για πολύ. Ο Μπίσμαρκ, Καγκελάριος της Γερμανίας, βλέποντας τις εξελίξεις στην Ευρώπη μετά τη λήξη του ρωσοτουρκικού Πολέμου και τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου διαπίστωσε την ενδυνάμωση της Ρωσίας εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την οποία στήριζαν ακόμα οι Μεγάλες Δυνάμεις. Έτσι, συγκάλεσε τις αντιπροσωπείες των Μεγάλων Δυνάμεων στο Βερολίνο με σκοπό την αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου.
          Τα Συνέδριο του Βερολίνου, όπως έμεινε στην ιστορία, προχώρησε στην πλήρη αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Η Βουλγαρία περιορίστηκε στα προ της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου σύνορά της και η Ανατολική Ρωμυλία ανακηρύχτηκε αυτόνομη περιοχή. Η Ελλάδα, αν και δεν έγινε δεκτή η αντιπροσωπεία της στο συνέδριο του Βερολίνου, πήρε τη Θεσσαλία και το νότιο τμήμα της Ηπείρου.
 *Τα Βαλκάνια μετά το Συνέδριο του Βερολίνου
          Η εξέλιξη αυτή, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της Βουλγαρίας, που είδε μέσα σε λίγο μόλις χρονικό διάστημα να υλοποιείται και να διαγράφεται η Μεγάλη Βουλγαρία και να χάνεται. Έτσι, αποφάσισε να λάβει δράση. Το 1885 προχώρησε στη μονομερή ένταξη της Ανατολικής Ρωμυλίας στο βασίλειό της.
          Κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, η Βουλγαρία, εκμεταλλευόμενη τις διατάξεις του φιρμανιού του 1870, ξεκίνησε μία εκστρατεία για προσχώρηση περιοχών στην Εξαρχία στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Οι κινήσεις αυτές προκάλεσαν την έντονη ανησυχία της Αθήνας, η οποία μετά την ήττα του 1897 και την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου ήταν σε δυσχερή θέση και έπρεπε να προχωρήσει σε άμεση αναδιοργάνωση του στρατεύματος.
          Για τη στήριξη των ελληνικών πληθυσμών που κατοικούσαν εκτός των ορίων της τότε ελληνικής επικράτειας η κυβέρνηση της Ελλάδας αποφάσισε την αποστολή ένοπλων ανταρτικών ομάδων αποτελούμενες από αξιωματικούς του ελληνικού στρατού και εθελοντές σε συνεργασία με τα ανταρτικά σώματα των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας και της Θράκης. Από τους πρώτους που μπήκαν στη Μακεδονία ήταν ο Παύλος Μελάς, ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού και γαμπρός του μετέπειτα πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη.
*Ο Παύλος Μελάς 
          Η περίοδος αυτή έμεινε στην ιστορία ως η περίοδος του Μακεδονικού Αγώνα, της ένοπλης μάχης των Ελλήνων ανταρτών εναντίον των Βούλγαρων κομιτατζήδων, με τη στήριξη πολλές φορές του Οθωμανικού στρατού, για να κρατηθεί ακέραια η εθνική συνείδηση των Ελλήνων της Μακεδονίας ούτως ώστε να μπορέσει αργότερα η Ελλάδα να εντάξει στους κόλπους της την περιοχή αυτή.
          Ο Μακεδονικός Αγώνας κράτησε τέσσερα περίπου χρόνια, από το 1904 ως το 1908, και έληξε με την επικράτηση του Κινήματος των Νεότουρκων. Το Κίνημα των Νεότουρκων έθετε ως αρχή την ισότητα όλων των πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ζητούσε την επανενεργοποίηση του Συντάγματος, που είχε ανασταλεί από τον Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ και την έκπτωση του Αβδούλ Χαμίτ από το αξίωμα του Σουλτάνου.
          Οι ελπίδες που έτρεφαν οι μη μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποδείχθηκαν σύντομα φρούδες. Οι Νεότουρκοι κατήργησαν σημαντικά προνόμια για τους αλλόθρησκους πληθυσμούς, όπως την απαλλαγή της υποχρεωτικής στράτευσης στον Οθωμανικό στρατό.
          Οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν την ανησυχία των νεοσύστατων βαλκανικών κρατών που ενώθηκαν σε συμμαχία με σκοπό την κήρυξη πολέμου εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον Μάιο του 1912 υπεγράφη στρατιωτική συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας, της Σερβίας και της Βουλγαρίας σύμφωνα με την οποία τα συμβαλλόμενα κράτη ήταν υποχρεωμένα να παράσχουν στρατιωτική στήριξη σε περίπτωση που ένα εκ των τριών αυτών κρατών κήρυττε πόλεμο ή δεχόταν επίθεση. Με αυτή τη συμφωνία συγκροτήθηκε η συμμαχία των τριών νεοσύστατων βαλκανικών κρατών εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και άρχισε η προεργασία για τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913.
          Τον Οκτώβριο του 1912, οι τρεις συμβαλλόμενες χώρες (Ελλάδα-Σερβία-Βουλγαρία) κηρύξανε τον πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά την απόρριψη του τελεσιγράφου τους από αυτήν. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών εδαφών της και χαράχθηκαν νέα σύνορα στη Χερσόνησο του Αίμου. Οι εδαφικές αλλαγές επικυρώθηκαν με τη Συνθήκη του Λονδίνου (1913). Η Ελλάδα πήρε την Ήπειρο, την Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, τα νησιά του Αιγαίου (πλην των Δωδεκανήσων, που τελούσαν υπό ιταλική κατοχή από τον ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911) και την Κρήτη.
*Οι εδαφικές αλλαγές μετά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο
          Παρά τη σύναψη ειρήνης, μία χώρα δεν ήταν ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα του πολέμου και τη σύναψη ειρήνης. Αυτή η χώρα ήταν η Βουλγαρία, που είδε το όραμα της Μεγάλης Βουλγαρία να μην πραγματοποιείται ειδικά μετά την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη, χάρις στη διορατικότητα και την επιμονή του τότε πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου έναντι του Διαδόχου Κωνσταντίνου, που ήταν επικεφαλής του στρατού. Η Βουλγαρία, πικραμένη από αυτή τη συγκυρία, αποφάσισε να επέμβει στρατιωτικά, αυτή τη φορά εις βάρος των πρώην συμμάχων της. Έτσι, τον Ιούνιο του 1913, επιτέθηκε εναντίον των μονάδων του ελληνικού στρατού και του σερβικού στρατού που ήταν στη Μακεδονία. Η αντίδραση των δύο χωρών ήταν άμεση.  Αντεπιτέθηκαν και, μέσα σε ένα μήνα, νίκησαν τον βουλγαρικό στρατό. Ταυτόχρονα, ο οθωμανικός στρατός ανακατέλαβε την περιοχή της Αδριανούπολης, που την είχε χάσει στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο.
          Η ήττα της Βουλγαρίας στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο επισφραγίστηκε με την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, τον Αύγουστο του 1913. Με τη συνθήκη αυτή, η Ελλάδα κατέλαβε την Ανατολική Μακεδονία και έφτασε ως τον ποταμό Νέστο. Η Βουλγαρία κράτησε τη Δυτική Θράκη, αλλά έχασε την Αδριανούπολη.
*Η Διάσκεψη του Λονδίνου
          Η Ελλάδα διένυσε ένα μακρύ δρόμο από την ανεξαρτησία της μέχρι και το τέλος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου. Ένα νέο κράτος, στηριζόμενο στη βοήθεια και στα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, κατάφερε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, από την ανάληψη της εξουσίας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, να αναδιοργανώσει το στράτευμα και να το εξοπλίσει με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας για τότε. Η προσάρτηση των περιοχών αυτών στο ελληνικό κράτος έδωσε μεγάλη ανάσα στην εθνική οικονομία, λόγω των μεγάλων αγροτικών εκτάσεων, των πλούσιων καλλιεργειών και των εμπορικών δυνατοτήτων που παρείχαν οι Νέες Χώρες. Σε πολιτικό- διπλωματικό επίπεδο, η Ελλάδα εξήλθε από την αφάνεια,  κατέστη ένας παράγοντας ισορροπίας στη Χερσόνησο του Αίμου και ξεκίνησε η υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, που θα ολοκληρωνόταν το 1920 με την ένταξη της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας στον εθνικό κορμό.
*Ο κ. Απόστολος Τσομπάνης- Νότιος είναι Βαλκανιολόγος- Ιστορικός, Βραβευθείς ΙΚΥ 2011

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: