Δύο αντιλήψεις για το πόλεμο στην Ουκρανία
Η στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία δεν ερμηνεύεται καθόλου με τον ίδιο τρόπο στη Δύση και στη Ρωσία. Αυτή η διαφορά παρουσίασης δεν προέρχεται από ανταγωνιστικά υλικά συμφέροντα, αλλά από διαφορετική αντίληψη για τον Άνθρωπο και τη Ζωή. Για κάποιους, ο εχθρός φαίνεται να επιδιώκει να αποκαταστήσει το μεγαλείο της τσαρικής αυτοκρατορίας ή της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ για άλλους ότι ενσαρκώνει το Καλό.
Η σύγκρουση που αντιπαραθέτει τους υποστηρικτές ενός «κόσμου
βασισμένου σε κανόνες» εναντίον εκείνων που είναι υπέρ της επιστροφής σε «έναν
κόσμο βασισμένο στο διεθνές δίκαιο» συνεχίζεται. Άνοιξε με τη ρωσική
στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία και θα διαρκέσει για χρόνια.
Η στρατιωτική κατάσταση στο έδαφος είναι βαλτωμένη, όπως πάντα
το χειμώνα σε αυτήν την περιοχή του κόσμου. Οι υποστηρικτές του «κόσμου που
βασίζεται σε κανόνες» εξακολουθούν να αρνούνται να εφαρμόσουν την απόφαση 2202
του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ενώ εκείνοι του «κόσμου που
βασίζεται στο διεθνές δίκαιο» διεξαγάγουν μια ειδική στρατιωτική επιχείρηση για
την υλοποίησή της. Εντέλει, ξεφεύγουν σταδιακά από αυτό το σκοπό και σταθεροποιούν
την κατάσταση των πληθυσμών της Νοβορωσίας.
Το πέρασμα από έναν πόλεμο κινήσεων σε πόλεμο θέσης επέτρεπε σε
κάθε πρωταγωνιστή να αναλογιστεί τους λόγους που τον ώθησαν στη μάχη. Από τώρα
και στο εξής, δεν είναι πλέον δύο οράματα διεθνών σχέσεων που είναι αντιμέτωπα,
αλλά δύο αντιλήψεις για τον Άνθρωπο.
Μεταξύ των στρατεύματα του Κιέβου, πρέπει να διακρίνουμε τους
«ακραίους εθνικιστές», πάντα έτοιμους για πόλεμο, από τους επαγγελματίες
στρατιωτικούς και τους πολίτες που κινητοποιήθηκαν για την περίσταση. Οι πρώτοι
είναι ιδεολογικά καταρτισμένοι άνδρες που θεωρούν ότι το να σκοτώσουν Ρώσους
είναι ιερό καθήκον. Αναφέρονται στα γραπτά του Ντμίτρο Ντόντσοφ και στο
παράδειγμα του Στεπάν Μπαντέρα. Ο πρώτος ήταν διαχειριστής του Ινστιτούτου Reinhard Heydrich
στην Πράγα και, συνεπώς, ήταν ένας από τους σχεδιαστές της «Τελικής Λύσης για
τους Εβραίους και τους Τσιγγάνους», ο δεύτερος ήταν επικεφαλής των
Ουκρανών συνεργατών του ναζισμού εναντίον των Σοβιετικών. Η άλλη ομάδα
στρατιωτών του Κιέβου, που αντιπροσώπευαν τα δύο τρίτα αυτών κατά την έναρξη
της ρωσικής επέμβασης, δεν έχει πλέον καθόλου ηθικό. Διαπιστώνουν ότι τα δυτικά
όπλα παραδίδονται στους «ακραίους εθνικιστές», αλλά όχι στους ίδιους.
Θεωρούνται ως κρέας για κανόνια και υφίστανται πολύ βαριές απώλειες. Τα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης αφθονούν με βιντεο - μηνύματα από μονάδες που
διαμαρτύρονται εναντίον των αξιωματικών τους. Υπήρχε ένα πρώτο κύμα
δυσαρέσκειας το φθινόπωρο. Τώρα είναι το δεύτερο. Αν στην αρχή νόμισαν
ότι υπερασπίζονταν την πατρίδα τους ενάντια σε έναν εισβολέα, τώρα ξέρουν πως η
χώρα τους βρίσκεται στα χέρια μιας κλίκας που έχει εκκαθαρίσει τις
βιβλιοθήκες, που πήρε τον έλεγχο όλων των μέσων ενημέρωσης της χώρας, που
απαγόρευσε 13 πολιτικά κόμματα και την Ορθόδοξη Εκκλησία, και εντέλει
εγκαθιδρύει ένα απολυταρχικό καθεστώς. Την
περασμένη εβδομάδα ο πρώην σύμβουλος επικοινωνίας του προέδρου Ζελένσκι, ο
συνταγματάρχης Oleksiy
Arestovich, τους είπε ότι η Ουκρανία διεξαγάγει τη κακή μάχη και θεωρεί
κακώς έξι εκατομμύρια πολίτες της ως «Ρώσους πράκτορες». Γνωρίζουν ότι οι
περισσότεροι δημοσιογράφοι συνελήφθησαν και ότι οι περισσότεροι δικηγόροι
διέφυγαν στο εξωτερικό. Αισθάνονται συνεπώς ότι απειλούνται τόσο από τον ρωσικό
στρατό όσο και από την ίδια την κυβέρνηση τους. Τα πολλαπλά σκάνδαλα διαφθοράς,
τα οποία ξέσπασαν την περασμένη εβδομάδα, τους επιβεβαιώνουν ότι δεν είναι παρά
μόνο πιόνια μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας.
Από
τη ρωσική πλευρά, είναι το αντίστροφο: τα επαγγελματικά στρατεύματα που είχαν
αναπτυχθεί στην αρχή της ειδικής επιχείρησης υπάκουαν χωρίς να καταλάβουν γιατί
το Κρεμλίνο τους έστελνε στην Ουκρανία, στην περιοχή που γέννησε την πατρίδα
τους. Ο ρωσικός πληθυσμός φοβόταν την επιστροφή στις σφαγές του παρελθόντος.
Σιγά σιγά τα πράγματα ηρέμησαν. Ο πληθυσμός, ο οποίος σοκαρίστηκε πολύ από τα
δυτικά μέτρα ενάντια στους καλλιτέχνες του και ενάντια στις περασμένες δόξες
του, έχει συνειδητοποιήσει ότι η Ουκρανία είναι απλώς ένα πρόσχημα για κάτι
άλλο. Έχει επίσης εκπλαγεί όταν είδε την ευθυγράμμιση των πληθυσμών
της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Ουάσινγκτον. Είναι, στα μάτια του, ένας πόλεμος
εναντίον του πολιτισμού του, ένας πόλεμος ενάντια στην κληρονομιά του Τολστόι
και του Πούσκιν και όχι ενάντια στην πολιτική του πρόεδρου Πούτιν. Αυτός
ο περήφανος λαός, πάντα πρόθυμος να αξιολογήσει την ικανότητά του να
υπερασπιστεί την οικογένειά του και την τιμή του, παρατηρεί με θλίψη το
νεκροτομείο των Δυτικών, την αίσθησή τους όχι απλώς να υπηρετούν το Καλό, αλλά
και να το ενσαρκώνουν.
Τα πολιτικά επιχειρήματα που εξέθεσε ο πρόεδρος Πούτιν τον
Δεκέμβριο του 2021, όταν δημοσίευσε το σχέδιο διμερούς συνθήκης ΗΠΑ-Ρωσίας για
τις εγγυήσεις για την ασφάλεια [1]
ξεπεράστηκαν. Δεν πρόκειται πλέον για πόλεμο για την υπεράσπιση των
συμφερόντων. Ενώ οι Ρώσοι πρωταγωνιστές αφομοιώνουν ότι δεν πολεμούν για κάτι,
αλλά για να επιβιώσουν, οι Δυτικοί δεν ερμηνεύουν τη σύγκρουση με αυτό το
τρόπο. Για αυτούς, οι Ρώσοι τυφλώνονται από την προπαγάνδα του καθεστώτος τους.
Πολεμούν εν αγνοία τους για να αποκαταστήσουν το μεγαλείο της τσαρικής
αυτοκρατορίας ή της Σοβιετικής Ένωσης.
Αυτός
ο τύπος σύγκρουσης είναι εξαιρετικά σπάνιος. Σκέφτεται κανείς εκείνη την
σύγκρουση που αντιτάχθηκε η Καρχηδόνα στη Ρώμη και τελείωσε με την
εξαφάνιση κάθε ίχνους του Καρχηδονίου πολιτισμού. Σε σημείο που δεν
γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για αυτόν σήμερα. Όλοι το πολύ-πολύ γνωρίζουμε ότι
χτίστηκε από ανθρώπους της Τύρου (σημερινός Λίβανος, φέουδο της Χεζμπολάχ) και
ότι ο ηγέτης της Αννίβας, μάταια αναζήτησε καταφύγιο στη Δαμασκό και σε άλλες
συριακές πόλεις όταν η πόλη του αφανίστηκε. Γνωρίζουμε επίσης ότι είχε
αναπτυχθεί σε καλή συνεννόηση με τους γείτονές της και εταίρους, ενώ η Ρώμη
είχε κατακτήσει την αυτοκρατορία της με τη βία. Είχα ήδη κάνει αυτή τη σύνδεση
με τον πόλεμο κατά της Συρίας όταν παρενέβη η Ρωσία. Ο παραλληλισμός γίνεται
όλο και πιο εμφανής. Οι δύο συνασπισμοί δεν έχουν πλέον τίποτα κοινό. Στη
Δύση, τα γεγονότα στην Ουκρανία βιώνονται ως πόλεμος μεταξύ των Ηνωμένων
Πολιτειών και της Ρωσίας, μέσω Ουκρανών. Οι «ακραίοι εθνικιστές» είναι
σίγουροι, ότι δεν αντιστέκονται απλώς σε έναν εισβολέα, αλλά ότι θα
τον νικήσουν, σήμερα ή κατά τη διάρκεια της «τελικής μάχης». Αυτό είναι το
πεπρωμένο τους, νομίζουν. Αν όμως αφήσουμε στην άκρη τα μυστικιστικά
παραληρήματα του Ντμίτρο Ντόντσοφ, πώς μπορούμε να φανταστούμε ότι 40
εκατομμύρια Ουκρανοί θα μπορέσουν να νικήσουν 140 εκατομμύρια Ρώσους,
γνωρίζοντας ότι οι τελευταίοι έχουν έναν οπλισμό είκοσι χρόνια πιο σύγχρονο από
αυτόν των Δυτικών;
Τα μέλη της ομάδας του Ramstein, δηλαδή στην πράξη οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ήδη δαπανήσει περισσότερα από 250 δισεκατομμύρια δολάρια για αυτό το πόλεμο, δηλαδή σε ένα χρόνο όσο και για τα δέκα χρόνια πολέμου κατά της Συρίας. Αν πρέπει να συγκρίνουμε τις δύο συγκρούσεις, ας σημειώσουμε ότι νομικά η Ρωσία έχει δίκιο και στις δύο περιπτώσεις, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συγκροτήσει έναν ευρύτερο συνασπισμό κατά της Συρίας, και έχουν εμπλέξει πολύ περισσότερο τους σύμμαχους τους στην Ουκρανία.
Εν αντιθέσει με τον Αννίβα, ο πρόεδρος Πούτιν δεν έχει καμία πρόθεση να κατακτήσει την πρωτεύουσα των αντιπάλων του, την Ουάσιγκτον. Έχει επίγνωση της στρατιωτικής ανωτερότητάς του και δεν επιδιώκει να αποξενώσει τους λαούς της Δύσης μεταφέροντας τον πόλεμο στο εσωτερικό της, εκτός ίσως από τις «ελίτ» τους στο Φόρειν Όφις και το Πεντάγωνο.
Κριστιάν Άκκυριά
[1] « Projet de traité entre les États-Unis et la Russie sur les garanties de sécurité », Traduction Roman Garev, Réseau Voltaire, 17 décembre 2021.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου