Δημήτρης Σταθακόπουλος
Πιστεύω
ότι η όλη συζήτηση εδράζεται επί λάθους βάσεως.
Για να διαπραγματευτείς ένα ιστορικό θέμα πρέπει να διακρίνεις την χρονική περίοδο που σ’ ενδιαφέρει , καθώς και τον τόπο και κυρίως να μην κάνεις ιστορικούς αναχρονισμούς, δηλαδή να αναγάγεις γεγονότα του τότε στο σήμερα και κυρίως να μην τα κρίνεις με την ασφάλεια της γνώσης που σου δίνει η ιστορική καταγραφή του παρελθόντος ή η ιδεολογία σου, διότι τότε χάνεται ο αυθορμητισμός , δεν μπορείς να ταυτιστείς αγνά με το γεγονός (μπαίνοντας σε μια μηχανή του χρόνου ) , σαν να ήσουν μέρος του και κρίνοντας υποκειμενικά , είτε ωραιοποιείς, είτε απορρίπτεις γεγονότα οδηγούμενος σε λάθος ή κατευθυνόμενα ιδεολογικά συμπεράσματα.
Για να μιλήσει κάποιος εν προκειμένω για την οθωμανική περίοδο, πρέπει αρχικά να οριοθετήσει το χρονικό διάστημα που τον ενδιαφέρει από το έτος 1280 έως το 1920 περίπου, δηλ. κάπου 700 χρόνια και να έχει πρόσβαση στις πηγές !!! Μετά να οριοθετήσει τον τόπο , δηλ. Ανατολή ή Βαλκάνια και στην συνέχεια να δει ποιος σουλτάνος διοικούσε στο διάστημα που τον ενδιαφέρει και ποιος τοπάρχης ειδικά στην περιοχή που θέλει να ερευνήσει και αυτό γιατί η 700χρονη οθωμανική αυτοκρατορία δεν είναι μια ενιαία περίοδος , έχει τεράστιες διαφοροποιήσεις ακμής και παρακμής και κυρίως διοικητικές διαφορές.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η γνώση των δομών του Οθωμανικού ( οσμανικού ) κράτους. Ο μόνος που έχει γράψει 2τομο έργο ( + 1 τόμο σε πανεπιστημιακές σημειώσεις ) στην Ελλάδα με θέμα: « Οι δομές του οσμανικού κράτους» ( *εκδ. Αρσενίδης ) ήταν ο καθηγ. Νεοκλής Σαρρής ( που γνωρίζε τα τούρκικα σαν μητρική γλώσσα).
Το εκπαιδευτικό σύστημα των Οσμανλίδων, ποικίλει ανά αιώνα ( σχεδόν ) και ανά σουλτάνο. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα χωρίζοντας σε μουσουλμανικά, χριστιανικά ( ορθόδοξα, καθολικά, αρμένικα ) και εβραϊκά και ανήκαν καθ’ ολοκληρίαν στις αντίστοιχες εκκλησιαστικές τους Αρχές οι οποίες τα επόπτευαν. Είχαν ιδρυματική ( βακουφική ) , ιδιωτική μορφή και συντηρούντο από ίδια κεφάλαια, τα οποία εάν δεν είχαν , έκλειναν . Οι δάσκαλοι μάθαιναν ιερατικά κυρίως γράμματα στους σπουδαστές και πληρώνονταν από αυτούς. Δεν υπήρχε δημόσιο ενιαίο, ούτε υποχρεωτικό πρόγραμμα σπουδών, ούτε η μαθητεία σ’ αυτά ήταν υποχρεωτική για τους μαθητές , με αποτέλεσμα να φοιτά σ΄ αυτά το πολύ το 10% του νεανικού πληθυσμού. Το υπόλοιπο 90% του πληθυσμού ήταν αναλφάβητο! Σημειωτέον ότι ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς, σε όλη την καθηγητική 40χρονη πορεία του « έβγαλε» μόνον ελάχιστους μαθητές/ αποφοίτους στην Μεγ. του Γένους Σχολή.
Η παιδεία ( εκπαίδευση ) ήταν προνόμιο και όχι δικαίωμα. Αυτό σημαίνει ότι όποτε ήθελε ο εκάστοτε σουλτάνος , ή τοπάρχης αφαιρούσε το προνόμιο της εκπαίδευσης ( παιδείας ) και όποτε ήθελε το επανέφερε. Αυτό δημιουργούσε πλέον των άλλων και μια ασυνέχεια στην εκπαίδευση και ο μαθητής τα παρατούσε.
Συχνά όμως, σε περιοχές που είχαν το προνόμιο και τα οικονομικά μέσα να πληρώνουν δάσκαλο και να συντηρούν ένα οίκημα – σχολείο με μια βιβλιοθήκη (συνήθως κληροδότημα ) τούτο τους αφαιρείτο και τα παιδιά ( μαθητές ) αναγκαζόντουσαν να βλέπουν το δάσκαλό τους « στα κρυφά » και μάλιστα σε όποιο «μυστικό/ κρυφό» χώρο μπορούσαν . Αυτό συνέβαινε γιατί παραβίαζαν διοικητική εντολή και εάν ανακαλύπτονταν θα είχαν βαριές συνέπειες. Ο δάσκαλος ίσως και σε θάνατο.
Απ’ αυτές λοιπόν τις περιπτώσεις, που δεν ήταν λίγες , ούτε σπάνιες , προέκυψε το θέμα, – για άλλους μύθος -, του «κρυφού σχολειού».
Επομένως υπήρχε σχολείο στην οθωμανική περίοδο, αλλά ήταν «ιδιωτικό» αυτοσυντηρούμενο και όχι υποχρεωτικό, με συνέπεια τα σχολεία να είναι λίγα.
Η παιδεία ήταν προνόμιο και όχι δικαίωμα, τα δε παιδιά είναι ζήτημα εάν έφταναν την 3η δημοτικού (όπως θα λέγαμε σήμερα ) , συνεπικουρουμένου του γεγονότος των μεγάλων αποστάσεων που έπρεπε ενδεχομένως να διανύουν, με συνέπεια πάνω από το 90% του συνολικού πληθυσμού της αυτοκρατορίας να είναι αναλφάβητο, έχοντας μόνον κοινωνική εκπαίδευση, ή τεχνική, ή καλλιτεχνική , ή μουσική ( βλ. Δημ. Σταθακόπουλου, η συμβολή των ρωμιών στη μουσική της αυλής του σουλτάνου – Πάντειο πανεπ. 2009 ), αφού συν τοις άλλοις τις περισσότερες φορές το προνόμιο λειτουργίας τους, το αφαιρούσαν .
Εν κατακλείδι, οι όψιμοι αρνητές ας ξαναδούν τις πηγές και να προσέξουν ιδιαιτέρως, τον χρόνο , τον τόπο, τον σουλτάνο και τον τοπάρχη που τους ενδιαφέρει πριν οδηγηθούν σε λάθος στρογγυλεμένα απορριπτικά συμπεράσματα. Ναι μεν παιδεία, αλλά …..!!!
Ο Αναστάσιος Ν. Γούδας, «διδάκτωρ της ιατρικής, ιππότης
του τάγματος του αγίου Στανισλάου, μέλος διαφόρων επιστημονικών και φιλανθρωπικών εταιριών», στον β’ τόμο του περίφημου έργου του «Βίοι παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών», όπου πραγματεύεται περί «Παιδείας» (εν Αθήναις 1870, σελ. κε’ κ.εξ.) γράφει:
«Σμικρόν κατά σμικρόν η διδασκαλία μετεφέρθη από των σκητών και των σπηλαίων εις τους νάρθηκας των εκκλησιών, ένθα και σήμερον έτι διδάσκουσιν εν τισι των υπό την Τουρκία ελληνικών χωρών. Τα δημόσια σχολεία τότε ήσαν παντελώς κατηργημένα· μόνον εν τοις Πατριαρχείοις της Κωνσταντινουπόλεως και εν αποκέντρω τινί πόλει διετηρήθησαν, ως λέγεται, ατελείς τινες σχολαί· ανώτερα δε εκπαιδευτήρια δεν εδύναντο να συστηθώσι, λέγει ο Γιακωβάκης Ρίζος Νερουλός «ειμή υπό τον τίτλον επανορθωτικά καταστήματα MAISON DE CORRECTION». Ούτω δε μόλις εδυνήθησαν οι άνδρες εκείνοι να διατηρήσωσιν εν τη Ανατολή άσβεστον τον λύχνον της παιδείας… «Παναγιώτης δε ο Νικούσης και ο
διάδοχος αυτού Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, λέγει Γιακωβάκης Ρίζος ο Νερουλός, κατώρθουν να λαμβάνωσιν άδειαν συστάσεως σχολείων εις διαφόρους πόλεις της τε Ευρωπαϊκής Τουρκίας και της Μικράς Ασίας και απεστόμουν τους κατά τόπους διοικητάς Τούρκους οτέ μεν δια δώρων, οτέ δε δια της ισχύος των παρά τοις υπουργοίς του Σουλτάνου». Αλλά σχολεία διατηρούμενα μόλις δια δωροδοκίαςκαι δια της εμπνεύσεως φόβου, δεν ήτο δυνατόν να παρέξωσιν εις το έθνος και μεγάλους άνδρας·άπορον μάλιστα είναι πως εμορφώθησαν και τινες, ικανοί να διδάσκωσι τα καλά γραμματικά, και να διατηρώσιν ούτως άσβεστον τουλάχιστον την λυχνίαν της παιδείας».
Αδ.Κοραής 1801, «Σάλπισμα Πολεμιστήριον» σελ. 15.
Μία ενδιαφέρουσα έρευνα στα πλαίσια της δρ διατριβής του έκανε ο κ.Ευαγγ. Τσιανάκας στο Τμήμα φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής σχολής του ΑΠΘ αναφορικά με τα οθωμανικά ( μουσουλμανικά ) σχολεία της Πελοποννήσου από τα τέλη του 17ου αι. μέχρι τις αρχές του 19ου, η δε έρευνά του βασίστηκε σε οθωμανικές πηγές και στις ταξιδιωτικές περιγραφές του Τούρκου περιηγητή Evliya Çelebi (1611-1681), ο οποίος περιηγήθηκε τον Μοριά το έτος 1667, περιγράφοντας λεπτομερώς τους τόπους που επισκέφτηκε., ενώ όπως αναφέρει ο κ. Τσιανάκας, έχει εξακριβωθεί (Δημητριάδης, 1973) ότι πολλές φορές οι πληροφορίες που μας παρέχει είναι ανακριβείς ή χαρακτηρίζονται από υπερβολή, ιδιαίτερα όταν γίνεται αναφορά σε αριθμητικά δεδομένα. Στις ταξιδιωτικές περιγραφές των Ευρωπαίων υπάρχουν επίσης κάποιες αναφορές, οι οποίες, ωστόσο, δεν θεωρούνται από μόνες τους αξιόλογες. Για την απόκτηση των σχετικών πληροφοριών καταλληλότερες πηγές θεωρούνται οι οθωμανικές αρχειακές πηγές, οι οποίες μερικές φορές αναφέρονται στην ανέγερση ή την ανακαίνιση ενός μουσουλμανικού σχολείου ή στην τοποθέτηση ενός δασκάλου (müderris) σε έναν μεντρεσέ (medrese: ιεροσπουδαστήριο). Στη συγκεκριμένη περίπτωση τα στοιχεία τα οποία έχουμε στη διάθεσή μας δίνουν σε ικανοποιητικό βαθμό την γενική εικόνα της οθωμανικής εκπαίδευσης στην τουρκοκρατούμενη Πελοπόννησο. Αναφέρει λοιπόν ο κ. Τσιανάκας:
« Η επίσκεψη του Evliya Çelebi στην Ελλάδα περιλαμβάνεται στον όγδοο τόμο του «Οδοιπορικού». Ο εν λόγω τόμος εκδόθηκε το 1928 στην Κωνσταντινούπολη από την «Τουρκική Ιστορική Εταιρεία» με επιμέλεια του Kisli Risat Bilge. Ο Evliya Çelebi επισκέφτηκε την Πελοπόννησο το 1667. Από τις πόλεις της Πελοποννήσου πρώτη επισκέφτηκε την Κόρινθο, στη συνέχεια τα Καλάβρυτα, τη Βοστίτσα (Αίγιο), το Καστέλι, την Πάτρα, τη Γλαρέντζα (Κυλλήνη), το Χλεμούτσι, τη Γαστούνη, το Φανάρι, το Ναβαρίνο, τη Μεθώνη, την Κορώνη, την Καλαμάτα, την Ανδρίτσαινα, την Καρύταινα, το Λεοντάρι, το Λογκανίκο, τον Μυστρά, την Τσακωνιά, τη Μονεμβασία, την Τριπολιτσά, το Άργοςκαι ολοκλήρωσε την περιοδεία του, φτάνοντας στην πόλη του Ναυπλίου(Δημητριάδης, 1973)
Από τις πηγές προκύπτει ότι, τα πρωτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα βρίσκονταν γενικά είτε μέσα είτε κοντά στο μουσουλμανικό τέμενος της κοινότητας. Οι άνθρωποι τα αποκαλούσαν είτε “mahalle (γειτονιά)” είτε “sıbyan“ (μαθητής) mektebi (σχολεία της γειτονιάς ή Δημοτικά Σχολεία). Ιδρύονταν συχνά από ένα βακούφι (vakıf: ευσεβές ίδρυμα) και από κληροδοτήματα σημαντικών προσωπικοτήτων του κράτους ή αξιοσέβαστων πολιτών της τοπικής κοινωνίας.
Οι δαπάνες, ειδικά αυτές της μισθοδοσίας των δασκάλων, πληρώνονταν από τις χορηγίες των βακουφιών. Σύμφωνα με τη μουσουλμανική πρακτική τα σχολείαsıbyan (Δημοτικά Σχολεία)ή της κοινότητας ακολουθούσαν μια ενιαία μεθοδολογία διδασκαλίας: οι μαθητές διάβαζαν απλά τοΚοράνι στην αυθεντική αραβική γλώσσα, χωρίς μετάφραση και χωρίς κατανόηση ή ερμηνεία του κειμένου. Μόνον ορισμένα τελετουργικά επίκλησης διδάσκονταν στην τουρκική γλώσσα. Κάποια βακουφικά σχολεία, ανάλογα με το βαθμό ευημερίας της κοινότητας, παρείχαν τον ιματισμό, τα τρόφιμα και κάποιο χρηματικό ποσό στους μαθητές.
Στα σχολεία οι μαθητές κάθονταν γονατιστοί στο πάτωμα, που ήταν καλυμμένο με χαλιά ήτάπητες, ή στα μαξιλάρια καθισμάτων που έφερναν από τα σπίτια τους. Τα βιβλία τοποθετούνταν σε χαμηλά τραπεζάκια, τα αποκαλούμενα “rahle-i tedris” (γραφεία μελέτης), για την ανάγνωση. Οι μαθητές επαναλάμβαναν και απομνημόνευαν τα μαθήματα που ορίζονταν από το δάσκαλο. Η φυσική τιμωρία, το ράπισμα των χεριών των κοριτσιών και το κτύπημα των ποδιών των αγοριών, ήταν ο κανόνας παρά η εξαίρεση. Κατά την έναρξη του νέου σχολικού έτους ήταν μέρος του τελετουργικού η εξής φράση του γονέα προς το δάσκαλο παρουσία του παιδιού: “η σάρκα δική σου, τα κόκκαλα δικά μου!” Ο δάσκαλος εξουσιοδοτούνταν έτσι να τιμωρεί το παιδί με κάθε τρόπο, όταν έκρινε ότι άρμοζε.
Οι Οθωμανοί ενδιαφέρθηκαν επίσης για τη βαθύτερη γνώση της κλασικής ισλαμικής παιδείας. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκαν σε πολλές πόλεις μεντρεσέδες (medrese), οι οποίοι αποτελούσαν τμήματα των μεγάλων μουσουλμανικών τεμενών και συντηρούνταν από τα Βακούφια. Οι μεντρεσέδες ήταν ένα είδος «κολεγίου» για τη συστηματική μελέτη των ισλαμικών επιστημών, ιδιαίτερα της ισλαμικής νομολογίας και του Κορανίου απ’ όπου έβγαιναν οι ανώτεροι κληρικοί/ νομικοί Ulema. Ταυτόχρονα, διδάσκονταν και ορισμένα «βοηθητικά μαθήματα», όπως π.χ. η αραβική γραμματική και φιλολογία, η γνώση των οποίων βοηθούσε στην κατανόηση των ιερών και νομικών κειμένων, αλλά και οι αποκαλούμενες “ξένες επιστήμες,” όπως η φιλοσοφία και η ιατρική, που αποτέλεσαν επίσης μέρος της εκπαίδευσης» .
Μετά τα παραπάνω, και την τόσο εμπεριστατωμένη έρευνα του κ. Τσιανάκα, εύκολα γίνεται κατανοητό, πως κάποιοι ερευνητές που δεν γνωρίζουν καν τούρκικα και τα αρχεία, την δε Πόλη τα ξέρουν μόνο για «εκδρομή», μάλλον μπερδεύουν τα εδώ κι’ εκεί σπαρμένα οθωμανικά ιεροσπουδαστήρια που λειτουργούσαν με ιδιωτικούς ( βακουφικούς ) πόρους και έβαζαν ελάχιστους αποφοίτους ( όσους χρειαζόταν η διοίκηση και μόνον ), με τα εδώ κι’ εκεί αντιστοίχως ελάχιστα σπαρμένα ελληνικά «ιεροσπουδαστήρια» που είτε έβγαζαν τους μελλοντικούς κληρικούς , είτε τους ενταγμένους εντός της εκκλησίας κοσμικούς , κι’ αυτό όχι γιατί είχαν δικαίωμα ( ήταν ανακλητό προνόμιο ), αλλά γιατί είχαν δωροδοκήσει γι’ αυτό ! συν το γεγονός πως τα σχολεία ήταν ελάχιστα και σε μακρινές αποστάσεις και φυσικά τα παιδιά δεν μπορούσαν να μεταβούν σ’ αυτά ( λόγω αδυναμίας καλύψεως των εξόδων τους από τους γονείς τους ) , εκτός και τα αναλάμβανε κάποιος ευκατάστατος τρίτος ως χορηγός/ ανάδοχος , ή τα έστελναν στα Επτάνησα ή την Ευρώπη . Οι υπόλοιποι ( ο πολύς πληθυσμός ) χριστιανοί και μουσουλμάνου βασικά ήταν αγράμματοι , με την εξής διαφορά: Οι μουσουλμάνοι αν ήθελαν και μπορούσαν να μάθουν «ιερά» γράμματα το έκαναν ελεύθερα, ενώ υπερηφανεύονταν για την γνώση τους, αντιθέτως οι χριστιανοί δεν είχαν αυτό το δικαίωμα, αλλά μόνον το ανά πάσα στιγμή ανακλητό προνόμιο, καθώς και ελάχιστα απομακρυσμένα από τα χωριά τους βακουφικά σχολεία ( γεγονός αποτρεπτικό να παρακολουθήσουν , π.χ Σοπωτό Καλαβρύτων όπου δίδαξε και ο Ηλ. Μηνιάτης ), συν το ότι όταν το προνόμιο ανακαλείτο, έπρεπε να πηγαίνουν «κρυφίως» σ’ αυτά, ενώ επ’ουδενί υπερηφανεύοντο πως ‘ξέραν «γράμματα» , γιατί εύκολα αυτό εκλαμβανόταν ως «έπαρση/ εξυπνακισμός» και λόγω «παρεξήγησης» συχνά κινδύνευε η ζωή τους !!! Ποιος μάθαινε «γράμματα» σε μουσουλμάνους και/ ή χριστιανούς ; Κυρίως , οι ιερείς των δογμάτων τους.
Όσο και να θέλει κανείς , δεν μπορεί να αρνηθεί την μεγάλη προσφορά της Εκκλησίας για την διατήρηση της αυτοσυνειδησίας του Γένους και την αναζήτηση της ελευθερίας καθ’ όλη την διάρκεια της δουλείας.
Βεβαίως, υπάρχουν μονίμως εκείνοι που αρνούνται την προσφορά των Κληρικών, πολύ δε περισσότερο των Αρχιερέων, κατά τον αγώνα του 1821 η την υποτιμούν, παρότι υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για την προσφορά τους και ειδικά των Αρχιερέων, εκτός του χαμηλού κλήρου.
Ο Charles Frazee στο βιβλίο του «Ορθόδοξος Εκκλησία και ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852», μεταξύ των άλλων καταγράφει την άποψη που είχαν οι Τούρκοι για τις ενέργειες των Αρχιερέων, γι’ αυτό και τους φυλάκιζαν, όπως διασώζεται στο υπόμνημα του Pisani, που ήταν Βρετανός δραγουμάνος: «Πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η τουρκική κυβέρνηση θεωρεί πως ο ελληνικός Κλήρος είναι η πραγματική αιτία της εξεγέρσεως των Ελλήνων υπηκόων της Τουρκίας» . Αυτό ακούστηκε στον ΣΚΑΙ, αλλά επί της αρνητικής λογικής πως οι ιερείς ήταν « μουτζαχεντίν» που ήθελαν να κάνουν θρησκευτικές εκκαθαρίσεις μουσουλμάνων !!!
Ο Ch.Frazee αποδεικνύει, με βάση τις πηγές και άλλες μαρτυρίες, ότι κατά τον καιρό της Επαναστάσεως σε ολόκληρο το Οθωμανικό κράτος υπήρχαν 195-200 Αρχιερείς. Από αυτούς αποδεδειγμένα οι 81 είχαν μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία, χωρίς να υπολογισθούν και οι άλλοι που τυχόν ήταν Φιλικοί, αλλά δεν έχουμε επίσημες μαρτυρίες. Επίσης, αποδεικνύει ότι από τους 200 Αρχιερείς οι 73, ποσοστό 36,5%, έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα «επώνυμα και αδιαμφισβήτητα», οι 42 Αρχιερείς, ποσοστό 21,0%, ταλαιπωρήθηκαν, φυλακίσθηκαν και βασανίσθηκαν, 45 Αρχιερείς, ποσοστό 22,5%, «θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις των Τούρκων, είτε σε πολεμικές συρράξεις», το δε συνολικό ποσοστό αυτών που συμμετείχαν ενεργώς στον αγώνα ανέρχεται στο 80%.
Ό «αφορισμός» δεν ήταν αποτέλεσμα της βουλήσεως του « ελεύθερου πολιορκημένου » Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ ( παπάς κρεμάμενος έγραφε κι’ απόγραφε όπως λέει η λαϊκή παροιμία ) , ούτε καν των Συνοδικών Αρχιερέων, αλλά ήταν απόφαση μιας μεγάλης Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως, που αποτελείτο από 72 εγκρίτους Ρωμιούς της Πόλης, εκ των οποίων οι 49 ήταν λαϊκοί και οι 23 Κληρικοί – Αρχιερείς. Στην Κληρικολαϊκή αυτή σύναξη αποφασίστηκε, οι μεν λαϊκοί να υποβάλλουν αναφορά αποκηρύξεως της επαναστάσεως και δήλωση υποταγής, οι δε Κληρικοί να συνθέσουν την πράξη του αφορισμού που τους ζητήθηκε από την Υψηλή Πύλη ( Bab-i Humayun ) και αυτό, βέβαια, για να καθησυχάσουν τους Τούρκους, επειδή οι συνθήκες ήταν τραγικές για τους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως, που απειλούντο με σφαγή. Ο αφορισμός αυτός, εκτός του ότι δεν εξεδόθη με τις απαραίτητες προϋποθέσεις του Κανονικού δικαίου , συγχρόνως το πρώτο κείμενό του είναι διατυπωμένο σε έγκλιση ευχετική ευκτική («αφωρισμένοι υπάρχειεν»), στο δε δεύτερο «αφοριστικό» κείμενο από τους 12 ρηματικούς τύπους, οι 8 είναι σε έγκλιση ευχετική ευκτική, οι 3 σε έγκλιση προστακτική και μόνο 1 σε έγκλιση οριστική, αλλά και σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι διατυπωμένο σε δεύτερο πρόσωπο ενικού η πληθυντικού αριθμού. Δηλ. για όσους ξέρουν ακόμα ελληνικά « ήξεις αφήξεις» και αοριστολογίες για να ρίξουν «στάχτη στα μάτια», να γλυτώσουν τις σφαγές, αλλά και οι απομακρυσμένοι από την Πόλη επαναστάτες ( Μολδοβλαχία και Μοριά ) να λάβουν το μήνυμα πως ο αφορισμός είναι «ψεύτικος» και να ξεκινήσουν την επανάσταση χωρίς ηθικές/ θεολογικές αναστολές.
Συμπέρασμα: Η επιχειρούμενη υποχώρηση της θρησκευτικότητας σε μια σειρά από χώρες της Δύσης συμβαδίζει με τη θυελλώδη άνοδο του θρησκευτικού φανατισμού σε άλλες , όπου ένας συμψηφισμός θα κατέγραφε μάλλον άνοδο της θρησκείας. Παρά όμως την αποκαθήλωση της θρησκευτικότητας στις χώρες της δύσης, τελικά δεν εξέλιπε η εξουσία κάποιας μορφής «λατρείας». Τα παραδοσιακά ιερατεία έδωσαν τη θέση τους στους «μικρούς θεούς» των εργαστηρίων, στους «ιερείς» της τεχνοκρατίας, στους γκουρού της ιδιοτέλειας, της απληστίας, στους πανίσχυρους οίκους αξιολόγησης και τοκογλύφους αδύναμων χωρών !!!
*Γενικά για την οθωμανική εκπαίδευση βλ.: Andreas Kazamias, Education and the quest for modernity in Turkey, Chicago: The University of Chicago Press, 1966, Yahya Akyüz, Türk eğitim tarihi, başlangιçtan 1999’a (Ιστορία της τουρκικής εκπαίδευσης, από τις αρχές ως το 1999), Αlfa, Κωνσταντινούπολη, 1999.Hasan Akgündüz, Klasik dönem Osmanlı medrese sistemi: amaç – yapı – işleyiş [Το σύστημα των οθωμανικών μεντρεσέδων της κλασικής περιόδου: σκοποί – κτίρια - λειτουργία], Κωνσταντινούπολη: Ulusal Yayınları, 1997, Yasar Sarıkaya, Medreseler ve modernleşme [Μεντρεσέδες και εκσυγχρονισμός], Κωνσταντινούπολη: İz Yayıncılık, 1997, Cevat İzgi, Osmanlı medreselerinde ilim [Η επιστήμη στους οθωμανικούς μεντρεσέδες],Cilt 1-2, Κωνσταντινούπολη: İz Yayıncılık, 1997. Akgündüz H., Klasik dönem Osmanlı medrese sistemi: amaç – yapı – işleyiş [Τοσύστηματωνοθωμανικώνμεντρεσέδωντηςκλασικήςπεριόδου: σκοποί – κτίρια - λειτουργία],Κωνσταντινούπολη: Ulusal Yayınları, 1997. Akyüz Y., Türk eğitim tarihi, başlangιçtan 1999’a (Ιστορία της τουρκικής εκπαίδευσης, από τις αρχές ως το 1999), Αlfa, Κωνσταντινούπολη, 1999. İzgi C., Osmanlı medreselerinde ilim [Η επιστήμη στους οθωμανικούς μεντρεσέδες],Cilt 1-2, Κωνσταντινούπολη: İz Yayıncılık, 1997. SarıkayaY., Medreselervemodernleşme [Μεντρεσέδες και εκσυγχρονισμός], Κωνσταντινούπολη: İzYayıncılık, 1997.
Πηγή
Για να διαπραγματευτείς ένα ιστορικό θέμα πρέπει να διακρίνεις την χρονική περίοδο που σ’ ενδιαφέρει , καθώς και τον τόπο και κυρίως να μην κάνεις ιστορικούς αναχρονισμούς, δηλαδή να αναγάγεις γεγονότα του τότε στο σήμερα και κυρίως να μην τα κρίνεις με την ασφάλεια της γνώσης που σου δίνει η ιστορική καταγραφή του παρελθόντος ή η ιδεολογία σου, διότι τότε χάνεται ο αυθορμητισμός , δεν μπορείς να ταυτιστείς αγνά με το γεγονός (μπαίνοντας σε μια μηχανή του χρόνου ) , σαν να ήσουν μέρος του και κρίνοντας υποκειμενικά , είτε ωραιοποιείς, είτε απορρίπτεις γεγονότα οδηγούμενος σε λάθος ή κατευθυνόμενα ιδεολογικά συμπεράσματα.
Για να μιλήσει κάποιος εν προκειμένω για την οθωμανική περίοδο, πρέπει αρχικά να οριοθετήσει το χρονικό διάστημα που τον ενδιαφέρει από το έτος 1280 έως το 1920 περίπου, δηλ. κάπου 700 χρόνια και να έχει πρόσβαση στις πηγές !!! Μετά να οριοθετήσει τον τόπο , δηλ. Ανατολή ή Βαλκάνια και στην συνέχεια να δει ποιος σουλτάνος διοικούσε στο διάστημα που τον ενδιαφέρει και ποιος τοπάρχης ειδικά στην περιοχή που θέλει να ερευνήσει και αυτό γιατί η 700χρονη οθωμανική αυτοκρατορία δεν είναι μια ενιαία περίοδος , έχει τεράστιες διαφοροποιήσεις ακμής και παρακμής και κυρίως διοικητικές διαφορές.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η γνώση των δομών του Οθωμανικού ( οσμανικού ) κράτους. Ο μόνος που έχει γράψει 2τομο έργο ( + 1 τόμο σε πανεπιστημιακές σημειώσεις ) στην Ελλάδα με θέμα: « Οι δομές του οσμανικού κράτους» ( *εκδ. Αρσενίδης ) ήταν ο καθηγ. Νεοκλής Σαρρής ( που γνωρίζε τα τούρκικα σαν μητρική γλώσσα).
Το εκπαιδευτικό σύστημα των Οσμανλίδων, ποικίλει ανά αιώνα ( σχεδόν ) και ανά σουλτάνο. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα χωρίζοντας σε μουσουλμανικά, χριστιανικά ( ορθόδοξα, καθολικά, αρμένικα ) και εβραϊκά και ανήκαν καθ’ ολοκληρίαν στις αντίστοιχες εκκλησιαστικές τους Αρχές οι οποίες τα επόπτευαν. Είχαν ιδρυματική ( βακουφική ) , ιδιωτική μορφή και συντηρούντο από ίδια κεφάλαια, τα οποία εάν δεν είχαν , έκλειναν . Οι δάσκαλοι μάθαιναν ιερατικά κυρίως γράμματα στους σπουδαστές και πληρώνονταν από αυτούς. Δεν υπήρχε δημόσιο ενιαίο, ούτε υποχρεωτικό πρόγραμμα σπουδών, ούτε η μαθητεία σ’ αυτά ήταν υποχρεωτική για τους μαθητές , με αποτέλεσμα να φοιτά σ΄ αυτά το πολύ το 10% του νεανικού πληθυσμού. Το υπόλοιπο 90% του πληθυσμού ήταν αναλφάβητο! Σημειωτέον ότι ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς, σε όλη την καθηγητική 40χρονη πορεία του « έβγαλε» μόνον ελάχιστους μαθητές/ αποφοίτους στην Μεγ. του Γένους Σχολή.
Η παιδεία ( εκπαίδευση ) ήταν προνόμιο και όχι δικαίωμα. Αυτό σημαίνει ότι όποτε ήθελε ο εκάστοτε σουλτάνος , ή τοπάρχης αφαιρούσε το προνόμιο της εκπαίδευσης ( παιδείας ) και όποτε ήθελε το επανέφερε. Αυτό δημιουργούσε πλέον των άλλων και μια ασυνέχεια στην εκπαίδευση και ο μαθητής τα παρατούσε.
Συχνά όμως, σε περιοχές που είχαν το προνόμιο και τα οικονομικά μέσα να πληρώνουν δάσκαλο και να συντηρούν ένα οίκημα – σχολείο με μια βιβλιοθήκη (συνήθως κληροδότημα ) τούτο τους αφαιρείτο και τα παιδιά ( μαθητές ) αναγκαζόντουσαν να βλέπουν το δάσκαλό τους « στα κρυφά » και μάλιστα σε όποιο «μυστικό/ κρυφό» χώρο μπορούσαν . Αυτό συνέβαινε γιατί παραβίαζαν διοικητική εντολή και εάν ανακαλύπτονταν θα είχαν βαριές συνέπειες. Ο δάσκαλος ίσως και σε θάνατο.
Απ’ αυτές λοιπόν τις περιπτώσεις, που δεν ήταν λίγες , ούτε σπάνιες , προέκυψε το θέμα, – για άλλους μύθος -, του «κρυφού σχολειού».
Επομένως υπήρχε σχολείο στην οθωμανική περίοδο, αλλά ήταν «ιδιωτικό» αυτοσυντηρούμενο και όχι υποχρεωτικό, με συνέπεια τα σχολεία να είναι λίγα.
Η παιδεία ήταν προνόμιο και όχι δικαίωμα, τα δε παιδιά είναι ζήτημα εάν έφταναν την 3η δημοτικού (όπως θα λέγαμε σήμερα ) , συνεπικουρουμένου του γεγονότος των μεγάλων αποστάσεων που έπρεπε ενδεχομένως να διανύουν, με συνέπεια πάνω από το 90% του συνολικού πληθυσμού της αυτοκρατορίας να είναι αναλφάβητο, έχοντας μόνον κοινωνική εκπαίδευση, ή τεχνική, ή καλλιτεχνική , ή μουσική ( βλ. Δημ. Σταθακόπουλου, η συμβολή των ρωμιών στη μουσική της αυλής του σουλτάνου – Πάντειο πανεπ. 2009 ), αφού συν τοις άλλοις τις περισσότερες φορές το προνόμιο λειτουργίας τους, το αφαιρούσαν .
Εν κατακλείδι, οι όψιμοι αρνητές ας ξαναδούν τις πηγές και να προσέξουν ιδιαιτέρως, τον χρόνο , τον τόπο, τον σουλτάνο και τον τοπάρχη που τους ενδιαφέρει πριν οδηγηθούν σε λάθος στρογγυλεμένα απορριπτικά συμπεράσματα. Ναι μεν παιδεία, αλλά …..!!!
Ο Αναστάσιος Ν. Γούδας, «διδάκτωρ της ιατρικής, ιππότης
του τάγματος του αγίου Στανισλάου, μέλος διαφόρων επιστημονικών και φιλανθρωπικών εταιριών», στον β’ τόμο του περίφημου έργου του «Βίοι παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών», όπου πραγματεύεται περί «Παιδείας» (εν Αθήναις 1870, σελ. κε’ κ.εξ.) γράφει:
«Σμικρόν κατά σμικρόν η διδασκαλία μετεφέρθη από των σκητών και των σπηλαίων εις τους νάρθηκας των εκκλησιών, ένθα και σήμερον έτι διδάσκουσιν εν τισι των υπό την Τουρκία ελληνικών χωρών. Τα δημόσια σχολεία τότε ήσαν παντελώς κατηργημένα· μόνον εν τοις Πατριαρχείοις της Κωνσταντινουπόλεως και εν αποκέντρω τινί πόλει διετηρήθησαν, ως λέγεται, ατελείς τινες σχολαί· ανώτερα δε εκπαιδευτήρια δεν εδύναντο να συστηθώσι, λέγει ο Γιακωβάκης Ρίζος Νερουλός «ειμή υπό τον τίτλον επανορθωτικά καταστήματα MAISON DE CORRECTION». Ούτω δε μόλις εδυνήθησαν οι άνδρες εκείνοι να διατηρήσωσιν εν τη Ανατολή άσβεστον τον λύχνον της παιδείας… «Παναγιώτης δε ο Νικούσης και ο
διάδοχος αυτού Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, λέγει Γιακωβάκης Ρίζος ο Νερουλός, κατώρθουν να λαμβάνωσιν άδειαν συστάσεως σχολείων εις διαφόρους πόλεις της τε Ευρωπαϊκής Τουρκίας και της Μικράς Ασίας και απεστόμουν τους κατά τόπους διοικητάς Τούρκους οτέ μεν δια δώρων, οτέ δε δια της ισχύος των παρά τοις υπουργοίς του Σουλτάνου». Αλλά σχολεία διατηρούμενα μόλις δια δωροδοκίαςκαι δια της εμπνεύσεως φόβου, δεν ήτο δυνατόν να παρέξωσιν εις το έθνος και μεγάλους άνδρας·άπορον μάλιστα είναι πως εμορφώθησαν και τινες, ικανοί να διδάσκωσι τα καλά γραμματικά, και να διατηρώσιν ούτως άσβεστον τουλάχιστον την λυχνίαν της παιδείας».
Αδ.Κοραής 1801, «Σάλπισμα Πολεμιστήριον» σελ. 15.
Μία ενδιαφέρουσα έρευνα στα πλαίσια της δρ διατριβής του έκανε ο κ.Ευαγγ. Τσιανάκας στο Τμήμα φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής σχολής του ΑΠΘ αναφορικά με τα οθωμανικά ( μουσουλμανικά ) σχολεία της Πελοποννήσου από τα τέλη του 17ου αι. μέχρι τις αρχές του 19ου, η δε έρευνά του βασίστηκε σε οθωμανικές πηγές και στις ταξιδιωτικές περιγραφές του Τούρκου περιηγητή Evliya Çelebi (1611-1681), ο οποίος περιηγήθηκε τον Μοριά το έτος 1667, περιγράφοντας λεπτομερώς τους τόπους που επισκέφτηκε., ενώ όπως αναφέρει ο κ. Τσιανάκας, έχει εξακριβωθεί (Δημητριάδης, 1973) ότι πολλές φορές οι πληροφορίες που μας παρέχει είναι ανακριβείς ή χαρακτηρίζονται από υπερβολή, ιδιαίτερα όταν γίνεται αναφορά σε αριθμητικά δεδομένα. Στις ταξιδιωτικές περιγραφές των Ευρωπαίων υπάρχουν επίσης κάποιες αναφορές, οι οποίες, ωστόσο, δεν θεωρούνται από μόνες τους αξιόλογες. Για την απόκτηση των σχετικών πληροφοριών καταλληλότερες πηγές θεωρούνται οι οθωμανικές αρχειακές πηγές, οι οποίες μερικές φορές αναφέρονται στην ανέγερση ή την ανακαίνιση ενός μουσουλμανικού σχολείου ή στην τοποθέτηση ενός δασκάλου (müderris) σε έναν μεντρεσέ (medrese: ιεροσπουδαστήριο). Στη συγκεκριμένη περίπτωση τα στοιχεία τα οποία έχουμε στη διάθεσή μας δίνουν σε ικανοποιητικό βαθμό την γενική εικόνα της οθωμανικής εκπαίδευσης στην τουρκοκρατούμενη Πελοπόννησο. Αναφέρει λοιπόν ο κ. Τσιανάκας:
« Η επίσκεψη του Evliya Çelebi στην Ελλάδα περιλαμβάνεται στον όγδοο τόμο του «Οδοιπορικού». Ο εν λόγω τόμος εκδόθηκε το 1928 στην Κωνσταντινούπολη από την «Τουρκική Ιστορική Εταιρεία» με επιμέλεια του Kisli Risat Bilge. Ο Evliya Çelebi επισκέφτηκε την Πελοπόννησο το 1667. Από τις πόλεις της Πελοποννήσου πρώτη επισκέφτηκε την Κόρινθο, στη συνέχεια τα Καλάβρυτα, τη Βοστίτσα (Αίγιο), το Καστέλι, την Πάτρα, τη Γλαρέντζα (Κυλλήνη), το Χλεμούτσι, τη Γαστούνη, το Φανάρι, το Ναβαρίνο, τη Μεθώνη, την Κορώνη, την Καλαμάτα, την Ανδρίτσαινα, την Καρύταινα, το Λεοντάρι, το Λογκανίκο, τον Μυστρά, την Τσακωνιά, τη Μονεμβασία, την Τριπολιτσά, το Άργοςκαι ολοκλήρωσε την περιοδεία του, φτάνοντας στην πόλη του Ναυπλίου(Δημητριάδης, 1973)
Από τις πηγές προκύπτει ότι, τα πρωτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα βρίσκονταν γενικά είτε μέσα είτε κοντά στο μουσουλμανικό τέμενος της κοινότητας. Οι άνθρωποι τα αποκαλούσαν είτε “mahalle (γειτονιά)” είτε “sıbyan“ (μαθητής) mektebi (σχολεία της γειτονιάς ή Δημοτικά Σχολεία). Ιδρύονταν συχνά από ένα βακούφι (vakıf: ευσεβές ίδρυμα) και από κληροδοτήματα σημαντικών προσωπικοτήτων του κράτους ή αξιοσέβαστων πολιτών της τοπικής κοινωνίας.
Οι δαπάνες, ειδικά αυτές της μισθοδοσίας των δασκάλων, πληρώνονταν από τις χορηγίες των βακουφιών. Σύμφωνα με τη μουσουλμανική πρακτική τα σχολείαsıbyan (Δημοτικά Σχολεία)ή της κοινότητας ακολουθούσαν μια ενιαία μεθοδολογία διδασκαλίας: οι μαθητές διάβαζαν απλά τοΚοράνι στην αυθεντική αραβική γλώσσα, χωρίς μετάφραση και χωρίς κατανόηση ή ερμηνεία του κειμένου. Μόνον ορισμένα τελετουργικά επίκλησης διδάσκονταν στην τουρκική γλώσσα. Κάποια βακουφικά σχολεία, ανάλογα με το βαθμό ευημερίας της κοινότητας, παρείχαν τον ιματισμό, τα τρόφιμα και κάποιο χρηματικό ποσό στους μαθητές.
Στα σχολεία οι μαθητές κάθονταν γονατιστοί στο πάτωμα, που ήταν καλυμμένο με χαλιά ήτάπητες, ή στα μαξιλάρια καθισμάτων που έφερναν από τα σπίτια τους. Τα βιβλία τοποθετούνταν σε χαμηλά τραπεζάκια, τα αποκαλούμενα “rahle-i tedris” (γραφεία μελέτης), για την ανάγνωση. Οι μαθητές επαναλάμβαναν και απομνημόνευαν τα μαθήματα που ορίζονταν από το δάσκαλο. Η φυσική τιμωρία, το ράπισμα των χεριών των κοριτσιών και το κτύπημα των ποδιών των αγοριών, ήταν ο κανόνας παρά η εξαίρεση. Κατά την έναρξη του νέου σχολικού έτους ήταν μέρος του τελετουργικού η εξής φράση του γονέα προς το δάσκαλο παρουσία του παιδιού: “η σάρκα δική σου, τα κόκκαλα δικά μου!” Ο δάσκαλος εξουσιοδοτούνταν έτσι να τιμωρεί το παιδί με κάθε τρόπο, όταν έκρινε ότι άρμοζε.
Οι Οθωμανοί ενδιαφέρθηκαν επίσης για τη βαθύτερη γνώση της κλασικής ισλαμικής παιδείας. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκαν σε πολλές πόλεις μεντρεσέδες (medrese), οι οποίοι αποτελούσαν τμήματα των μεγάλων μουσουλμανικών τεμενών και συντηρούνταν από τα Βακούφια. Οι μεντρεσέδες ήταν ένα είδος «κολεγίου» για τη συστηματική μελέτη των ισλαμικών επιστημών, ιδιαίτερα της ισλαμικής νομολογίας και του Κορανίου απ’ όπου έβγαιναν οι ανώτεροι κληρικοί/ νομικοί Ulema. Ταυτόχρονα, διδάσκονταν και ορισμένα «βοηθητικά μαθήματα», όπως π.χ. η αραβική γραμματική και φιλολογία, η γνώση των οποίων βοηθούσε στην κατανόηση των ιερών και νομικών κειμένων, αλλά και οι αποκαλούμενες “ξένες επιστήμες,” όπως η φιλοσοφία και η ιατρική, που αποτέλεσαν επίσης μέρος της εκπαίδευσης» .
Μετά τα παραπάνω, και την τόσο εμπεριστατωμένη έρευνα του κ. Τσιανάκα, εύκολα γίνεται κατανοητό, πως κάποιοι ερευνητές που δεν γνωρίζουν καν τούρκικα και τα αρχεία, την δε Πόλη τα ξέρουν μόνο για «εκδρομή», μάλλον μπερδεύουν τα εδώ κι’ εκεί σπαρμένα οθωμανικά ιεροσπουδαστήρια που λειτουργούσαν με ιδιωτικούς ( βακουφικούς ) πόρους και έβαζαν ελάχιστους αποφοίτους ( όσους χρειαζόταν η διοίκηση και μόνον ), με τα εδώ κι’ εκεί αντιστοίχως ελάχιστα σπαρμένα ελληνικά «ιεροσπουδαστήρια» που είτε έβγαζαν τους μελλοντικούς κληρικούς , είτε τους ενταγμένους εντός της εκκλησίας κοσμικούς , κι’ αυτό όχι γιατί είχαν δικαίωμα ( ήταν ανακλητό προνόμιο ), αλλά γιατί είχαν δωροδοκήσει γι’ αυτό ! συν το γεγονός πως τα σχολεία ήταν ελάχιστα και σε μακρινές αποστάσεις και φυσικά τα παιδιά δεν μπορούσαν να μεταβούν σ’ αυτά ( λόγω αδυναμίας καλύψεως των εξόδων τους από τους γονείς τους ) , εκτός και τα αναλάμβανε κάποιος ευκατάστατος τρίτος ως χορηγός/ ανάδοχος , ή τα έστελναν στα Επτάνησα ή την Ευρώπη . Οι υπόλοιποι ( ο πολύς πληθυσμός ) χριστιανοί και μουσουλμάνου βασικά ήταν αγράμματοι , με την εξής διαφορά: Οι μουσουλμάνοι αν ήθελαν και μπορούσαν να μάθουν «ιερά» γράμματα το έκαναν ελεύθερα, ενώ υπερηφανεύονταν για την γνώση τους, αντιθέτως οι χριστιανοί δεν είχαν αυτό το δικαίωμα, αλλά μόνον το ανά πάσα στιγμή ανακλητό προνόμιο, καθώς και ελάχιστα απομακρυσμένα από τα χωριά τους βακουφικά σχολεία ( γεγονός αποτρεπτικό να παρακολουθήσουν , π.χ Σοπωτό Καλαβρύτων όπου δίδαξε και ο Ηλ. Μηνιάτης ), συν το ότι όταν το προνόμιο ανακαλείτο, έπρεπε να πηγαίνουν «κρυφίως» σ’ αυτά, ενώ επ’ουδενί υπερηφανεύοντο πως ‘ξέραν «γράμματα» , γιατί εύκολα αυτό εκλαμβανόταν ως «έπαρση/ εξυπνακισμός» και λόγω «παρεξήγησης» συχνά κινδύνευε η ζωή τους !!! Ποιος μάθαινε «γράμματα» σε μουσουλμάνους και/ ή χριστιανούς ; Κυρίως , οι ιερείς των δογμάτων τους.
Όσο και να θέλει κανείς , δεν μπορεί να αρνηθεί την μεγάλη προσφορά της Εκκλησίας για την διατήρηση της αυτοσυνειδησίας του Γένους και την αναζήτηση της ελευθερίας καθ’ όλη την διάρκεια της δουλείας.
Βεβαίως, υπάρχουν μονίμως εκείνοι που αρνούνται την προσφορά των Κληρικών, πολύ δε περισσότερο των Αρχιερέων, κατά τον αγώνα του 1821 η την υποτιμούν, παρότι υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για την προσφορά τους και ειδικά των Αρχιερέων, εκτός του χαμηλού κλήρου.
Ο Charles Frazee στο βιβλίο του «Ορθόδοξος Εκκλησία και ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852», μεταξύ των άλλων καταγράφει την άποψη που είχαν οι Τούρκοι για τις ενέργειες των Αρχιερέων, γι’ αυτό και τους φυλάκιζαν, όπως διασώζεται στο υπόμνημα του Pisani, που ήταν Βρετανός δραγουμάνος: «Πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η τουρκική κυβέρνηση θεωρεί πως ο ελληνικός Κλήρος είναι η πραγματική αιτία της εξεγέρσεως των Ελλήνων υπηκόων της Τουρκίας» . Αυτό ακούστηκε στον ΣΚΑΙ, αλλά επί της αρνητικής λογικής πως οι ιερείς ήταν « μουτζαχεντίν» που ήθελαν να κάνουν θρησκευτικές εκκαθαρίσεις μουσουλμάνων !!!
Ο Ch.Frazee αποδεικνύει, με βάση τις πηγές και άλλες μαρτυρίες, ότι κατά τον καιρό της Επαναστάσεως σε ολόκληρο το Οθωμανικό κράτος υπήρχαν 195-200 Αρχιερείς. Από αυτούς αποδεδειγμένα οι 81 είχαν μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία, χωρίς να υπολογισθούν και οι άλλοι που τυχόν ήταν Φιλικοί, αλλά δεν έχουμε επίσημες μαρτυρίες. Επίσης, αποδεικνύει ότι από τους 200 Αρχιερείς οι 73, ποσοστό 36,5%, έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα «επώνυμα και αδιαμφισβήτητα», οι 42 Αρχιερείς, ποσοστό 21,0%, ταλαιπωρήθηκαν, φυλακίσθηκαν και βασανίσθηκαν, 45 Αρχιερείς, ποσοστό 22,5%, «θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις των Τούρκων, είτε σε πολεμικές συρράξεις», το δε συνολικό ποσοστό αυτών που συμμετείχαν ενεργώς στον αγώνα ανέρχεται στο 80%.
Ό «αφορισμός» δεν ήταν αποτέλεσμα της βουλήσεως του « ελεύθερου πολιορκημένου » Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ ( παπάς κρεμάμενος έγραφε κι’ απόγραφε όπως λέει η λαϊκή παροιμία ) , ούτε καν των Συνοδικών Αρχιερέων, αλλά ήταν απόφαση μιας μεγάλης Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως, που αποτελείτο από 72 εγκρίτους Ρωμιούς της Πόλης, εκ των οποίων οι 49 ήταν λαϊκοί και οι 23 Κληρικοί – Αρχιερείς. Στην Κληρικολαϊκή αυτή σύναξη αποφασίστηκε, οι μεν λαϊκοί να υποβάλλουν αναφορά αποκηρύξεως της επαναστάσεως και δήλωση υποταγής, οι δε Κληρικοί να συνθέσουν την πράξη του αφορισμού που τους ζητήθηκε από την Υψηλή Πύλη ( Bab-i Humayun ) και αυτό, βέβαια, για να καθησυχάσουν τους Τούρκους, επειδή οι συνθήκες ήταν τραγικές για τους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως, που απειλούντο με σφαγή. Ο αφορισμός αυτός, εκτός του ότι δεν εξεδόθη με τις απαραίτητες προϋποθέσεις του Κανονικού δικαίου , συγχρόνως το πρώτο κείμενό του είναι διατυπωμένο σε έγκλιση ευχετική ευκτική («αφωρισμένοι υπάρχειεν»), στο δε δεύτερο «αφοριστικό» κείμενο από τους 12 ρηματικούς τύπους, οι 8 είναι σε έγκλιση ευχετική ευκτική, οι 3 σε έγκλιση προστακτική και μόνο 1 σε έγκλιση οριστική, αλλά και σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι διατυπωμένο σε δεύτερο πρόσωπο ενικού η πληθυντικού αριθμού. Δηλ. για όσους ξέρουν ακόμα ελληνικά « ήξεις αφήξεις» και αοριστολογίες για να ρίξουν «στάχτη στα μάτια», να γλυτώσουν τις σφαγές, αλλά και οι απομακρυσμένοι από την Πόλη επαναστάτες ( Μολδοβλαχία και Μοριά ) να λάβουν το μήνυμα πως ο αφορισμός είναι «ψεύτικος» και να ξεκινήσουν την επανάσταση χωρίς ηθικές/ θεολογικές αναστολές.
Συμπέρασμα: Η επιχειρούμενη υποχώρηση της θρησκευτικότητας σε μια σειρά από χώρες της Δύσης συμβαδίζει με τη θυελλώδη άνοδο του θρησκευτικού φανατισμού σε άλλες , όπου ένας συμψηφισμός θα κατέγραφε μάλλον άνοδο της θρησκείας. Παρά όμως την αποκαθήλωση της θρησκευτικότητας στις χώρες της δύσης, τελικά δεν εξέλιπε η εξουσία κάποιας μορφής «λατρείας». Τα παραδοσιακά ιερατεία έδωσαν τη θέση τους στους «μικρούς θεούς» των εργαστηρίων, στους «ιερείς» της τεχνοκρατίας, στους γκουρού της ιδιοτέλειας, της απληστίας, στους πανίσχυρους οίκους αξιολόγησης και τοκογλύφους αδύναμων χωρών !!!
*Γενικά για την οθωμανική εκπαίδευση βλ.: Andreas Kazamias, Education and the quest for modernity in Turkey, Chicago: The University of Chicago Press, 1966, Yahya Akyüz, Türk eğitim tarihi, başlangιçtan 1999’a (Ιστορία της τουρκικής εκπαίδευσης, από τις αρχές ως το 1999), Αlfa, Κωνσταντινούπολη, 1999.Hasan Akgündüz, Klasik dönem Osmanlı medrese sistemi: amaç – yapı – işleyiş [Το σύστημα των οθωμανικών μεντρεσέδων της κλασικής περιόδου: σκοποί – κτίρια - λειτουργία], Κωνσταντινούπολη: Ulusal Yayınları, 1997, Yasar Sarıkaya, Medreseler ve modernleşme [Μεντρεσέδες και εκσυγχρονισμός], Κωνσταντινούπολη: İz Yayıncılık, 1997, Cevat İzgi, Osmanlı medreselerinde ilim [Η επιστήμη στους οθωμανικούς μεντρεσέδες],Cilt 1-2, Κωνσταντινούπολη: İz Yayıncılık, 1997. Akgündüz H., Klasik dönem Osmanlı medrese sistemi: amaç – yapı – işleyiş [Τοσύστηματωνοθωμανικώνμεντρεσέδωντηςκλασικήςπεριόδου: σκοποί – κτίρια - λειτουργία],Κωνσταντινούπολη: Ulusal Yayınları, 1997. Akyüz Y., Türk eğitim tarihi, başlangιçtan 1999’a (Ιστορία της τουρκικής εκπαίδευσης, από τις αρχές ως το 1999), Αlfa, Κωνσταντινούπολη, 1999. İzgi C., Osmanlı medreselerinde ilim [Η επιστήμη στους οθωμανικούς μεντρεσέδες],Cilt 1-2, Κωνσταντινούπολη: İz Yayıncılık, 1997. SarıkayaY., Medreselervemodernleşme [Μεντρεσέδες και εκσυγχρονισμός], Κωνσταντινούπολη: İzYayıncılık, 1997.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου