Translate

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Crise en Grèce : Bonne presse

 Panagiotis Grigoriou
GrÈce coeur
Après tout, la vie (est) encore possible. Et lundi matin c’est par une normalité apparente, que le centre-ville d’Athènes a renoué avec un certain rythme. Les transports en commun n’étaient déjà plus en grève, tout comme les services municipaux, assurant le ramassage des ordures ménagères qui s’entassaient durant plus d’une semaine. Heureux pays… “réel” ou fantasmé. Place de la Constitution je rencontre Ismini et son compagnon Vlassis : “C’est sans doute notre dernière manifestation contre le mémorandum III et contre le budget 2013. Nous ne connaîtrons pas le mémorandum IV et certainement pas, le budget 2014. Nous aurons quitté la Grèce après Noël. Nous avons épuisé toutes nos ressources, nous ne pouvons plus attendre le changement, qui en plus, risque d’être mauvais, nous ne supportons plus la société grecque, son ineptie politique, ses réflexes fascisants. Nous avons trente ans… et rien d’autre ici.” Sans solution… notre temps devient fatalement soluble.

Η θέση της γυναίκας στην Αρχαία Αθήνα και στην Αρχαία Σπάρτη

Η γυναίκα στους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους θεωρούνταν, βιολογικά και ψυχολογικά, πλάσμα που δεν είχε την ικανότητα να ελέγξει τον εαυτό της και να αντισταθεί σε εξωτερικά ερεθίσματα. Έπρεπε να είναι σεμνή, όμορφη και υγιής, προκειμένου να συμβιβάζεται με τα πρότυπα μιας πατριαρχικής κοινωνίας, όπως ήταν η αρχαία ελληνική. Ακόμα και στην τέχνη είναι δυνατόν να παρατηρήσει κανείς ότι από την αρχαϊκή περίοδο ως και το τέλος περίπου της κλασικής περιόδου, όπου το θηλυκό κορμί απελευθερώνεται, η γυναίκα -ιδιαίτερα στη γλυπτική- παρουσιάζεται ευπρεπώς ενδεδυμένη, ενώ αποφεύγεται η έμφαση στα χαρακτηριστικά του φύλου. Στα πλαίσια αυτά θα εξετάσουμε σε δύο ενότητες αντίστοιχα τη θέση της στην οικογενειακή, κοινωνική και πολιτική ζωή σε Αθήνα και Σπάρτη και το στόχο που εξυπηρετούσε. Παράλληλα, θα αναφερθούμε στη διαφορετική αντιμετώπιση που τύγχαναν οι γυναίκες στις δύο σπουδαιότερες αρχαίες ελληνικές πόλεις.
 
Ι. ΑΘΗΝΑΙ
Ο ρόλος της Αθηναίας στην οικογένεια

Στην Αθήνα η πρώτη κύρια δυσκολία που αντιμετώπιζε ένα νεογέννητο κορίτσι ήταν να του επιτραπεί να ζήσει. Εξαρτιόνταν άμεσα από την απόφαση του πατέρα η έκθεση1 του νεογνού σε μια ερημική περιοχή, καθώς η γέννηση ενός θηλυκού μέλους θεωρούνταν ανώφελο και επιπρόσθετο έξοδο για τον οίκο, εφόσον μάλιστα σε ένα κατεξοχήν πατριαρχικό σύστημα κληρονομιάς δεν είχε τη δυνατότητα να διατηρήσει το οικογενειακό όνομα και συνεπώς τα οικογενειακά περιουσιακά στοιχεία.
Βασική αρχή στην αθηναϊκή κοινωνία ήταν το ότι η γυναίκα τελούσε μονίμως υπό ανδρική κηδεμονία. Η νέα κοπέλα μέχρι το γάμο της εξαρτάται άμεσα από τον πατέρα της. Όταν έφθανε στην αποδεκτή κοινωνικά ηλικία γάμου, η οποία σύμφωνα με τις τότε αντιλήψεις υπολογίζονταν με βάση τη γυναικεία ήβη, ο πατέρας της επέλεγε το μέλλοντα σύζυγό της. Σε πιο σπάνιες περιπτώσεις, σύμφωνα με ένα παλαιότερο έθιμο, η νύφη αποτελούσε το έπαθλο2 αγώνων που προκήρυσσε ο πατέρας της και ακόμη σπανιότερα η ίδια επέλεγε το γαμπρό. 
Η τελετή του γάμου περιλάμβανε δύο βασικές διαδικασίες. Η πρώτη ήταν ο αρραβώνας ή εγγύη3, στον οποίο η παρουσία της νύφης δεν ήταν υποχρεωτική. Στην πράξη ήταν η υπογραφή του προγαμιαίου συμβολαίου, όπου καθορίζονταν το ύψος της προίκας. Στη συνέχεια ακολουθούσε η έκδοση4, που αποτελούσε την κυρίως τελετή της παράδοσης της κοπέλας στο σύζυγο ο οποίος αναλάμβανε πλέον την κηδεμονία της. Ως παντρεμένη πλέον, στο σπίτι του ανδρός της, η πρώτη φροντίδα της ήταν να κάνει ιερές σπονδές μπροστά στην εστία. Από τούδε και στο εξής συμμετέχει ενεργά στις οικογενειακές θρησκευτικές τελετές. 
 
Η βασική ευθύνη της, όμως, ήταν η διαχείριση του οίκου. Μέσω της χρηστής διαχείρισης ενός αθηναϊκού οίκου από τη νοικοκυρά θα επιτυγχάνονταν η ευημερία και η μακροημέρευση του. Για το λόγο αυτό ο σύζυγος και κύριος του οίκου, από την πρώτη στιγμή αναλάμβανε να εξηγήσει το βασικό αυτό καθήκον στη νεαρή γυναίκα του. Η ίδια κατοικούσε στο γυναικωνίτη5 που περιλάμβανε τον κοιτώνα των συζύγων, τα δωμάτια των κοριτσιών και τα διαμερίσματα που εργάζονταν οι δούλες. Επέβλεπε και κατεύθυνε τους δούλους και φρόντιζε για τη σωστή τακτοποίηση των αγαθών και των πραγμάτων του σπιτιού. Οι αριστοκράτισσες γυναίκες επίσης, στα πλαίσια των οικιακών καθηκόντων τους, ασχολούνταν με την υφαντική και το ράψιμο του ρουχισμού. Επίσης είχαν επιφορτισθεί με την ανατροφή των παιδιών. Ενώ όμως με όλες αυτές τις ασχολίες οι ευκατάστατες Αθηναίες δεν έβγαιναν από το σπίτι, οι φτωχές αναγκαστικά δούλευαν εκτός σπιτιού. Ο Αριστοτέλης μάλιστα γράφει στα Πολιτικά6 ότι ήταν αδύνατον να εμποδίσει κανείς τις φτωχές γυναίκες να πηγαίνουν στην αγορά. Ανάμεσα σε άλλα εργαζόντουσαν ως εργάτριες μαλλιού, τροφοί, συλλέκτριες καρπών και σε μεγαλύτερη ηλικία ως πωλήτριες, όπως μας μαρτυρούν σχετικές παραστάσεις αγγείων.

Η κοινωνική ζωή της γυναίκας στην Αθήνα

Στο κοινωνικό πεδίο οι Αθηναίες συμμετείχαν στις κυριότερες θρησκευτικές γιορτές της πόλης. Στα Λήναια7 και στα Ανθεστήρια8 προς τιμήν του Διονύσου. Στα Ανθεστήρια υποδέχονταν τη γιορτή του ερχομού της ανοίξεως, των πρώτων λουλουδιών και του νέου κρασιού. Η γιορτή κρατούσε τρεις ημέρες. Συμμετείχαν επίσης στην μεγάλη πομπή των Παναθηναίων9 που ήταν η επισημότερη γιορτή των αρχαίων Αθηνών προς τιμήν της πολιούχου της πόλεως θεάς Αθηνάς. Όλο το χρόνο, τέσσερις κοπέλες από καλές οικογένειες της Αθήνας, ύφαιναν το ιερό πέπλο. Το πέπλο αυτό ήταν κίτρινο και κεντημένο με σκηνές από τη Γιγαντομαχία. Έπειτα, το πέπλο μεταφερόταν γύρω-γύρω στην πόλη πάνω σε μια καρότσα με μορφή καραβιού, την οποία ακολουθούσε μια μεγαλοπρεπής, εορταστική πομπή. Στην πομπή, βάσει των απεικονίσεων της ανατολικής ζωφόρου του Παρθενώνα, οι κοπέλες κουβαλούν κάνιστρα, τα οποία θα παραδώσουν στον υπεύθυνο της τελετής.

Ουσιαστική συμμετοχή είχαν στα Θεσμοφόρια10. Τα Θεσμοφόρια τελούνταν προς τιμή της θεάς Δήμητρας. Συμμετείχαν αποκλειστικά γυναίκες. Βασική αρχή των Θεσμοφορίων αποτελούσε ο αποκλεισμός του ανδρικού φύλου και η συγκρότηση μίας ένωσης γυναικών, μέσω της οποίας τονιζόταν ο ρόλος τους στη γονιμότητα και συμβολικά στην ευφορία της καλλιεργήσιμης γης. Ο εορτασμός τους διαρκούσε τρεις μέρες και ακολουθούσαν μία συγκεκριμένη τελετουργία. Οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της γιορτής συγκεντρώνονταν στο ιερό της Δήμητρας και έτσι είχαν την ευκαιρία να περάσουν κάποιες μέρες μακριά από το σπίτι τους. Είχαν τη δυνατότητα να φέρουν μαζί τους και τα παιδιά τους, εάν αυτά βρίσκονταν σε ηλικία που ακόμη τα θήλαζαν. Οι σύζυγοι ήταν υποχρεωμένοι όχι μόνο να δώσουν τη συγκατάθεσή τους για να παραστούν οι γυναίκες τους στη γιορτή, αλλά και να αναλάβουν τα προβλεπόμενα έξοδα. Στα Θεσμοφόρια δεν επιτρεπόταν η συμμετοχή των παρθένων.

Άλλη μία συμβολή των γυναικών στη δημόσια ζωή ήταν το ιερατικό αξίωμα που ασκούσαν στα πλαίσια της λατρείας των γυναικείων θεοτήτων. Τα καθήκοντα τους ήταν να επιβλέπουν και να διευθύνουν τις λατρευτικές τελετές, όπως τις προσευχές και τις προσφορές και να προστατεύουν την ιερή περιουσία. Μόνο η εκάστοτε ιέρεια είχε δικαίωμα να μεταβεί στο άβατο του ναού και καμία τελετουργική πράξη δεν μπορούσε να εκτελεστεί χωρίς την παρουσία της. Να τονιστεί επίσης ότι το ιερατικό αξίωμα αποτελούσε κληρονομικό δικαίωμα για τις γυναίκες ιερείς ή αγοραζόταν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

Εντελώς διαφορετικά ζούσαν οι εταίρες11. Απολάμβαναν ελευθερίες, ευρισκόμενες σε μια διαφορετική κατάσταση από τις υπόλοιπες γυναίκες. Σε αντίθεση με τις άλλες γυναίκες, αυτές είχαν γνώσεις της λογοτεχνίας και δεν τους ήταν άγνωστη η τέχνη. Η θέση των καλλιεργημένων και μορφωμένων εταίρων ήταν τελείως διαφορετική. Συμμετείχαν ελεύθερα στα συμπόσια των ανδρών. Στα σπίτια τους μαζεύονταν πλήθος νέων. Τις θαύμαζαν, έστηναν γι' αυτές χρυσά αγάλματα, οι ποιητές τις εγκωμίαζαν στα έργα τους. Πολλές έγιναν διάσημες για την εξυπνάδα και το πνεύμα τους όπως η Φρύνη, ενώ η αθηναϊκή λογοτεχνία γνωρίζει συλλογές επιγραμμάτων που γράφτηκαν από εταίρες. 
 
Η θέση της γυναίκας στην πολιτική ζωή των Αθηνών

Στην καθεαυτό πολιτική ζωή των Αθηνών η θέση των γυναικών ήταν ανύπαρκτη. Οι γυναίκες δε θεωρούνταν πολίτες. Δεν είχαν δικαίωμα εγγραφής στους καταλόγους των πολιτών. Εγγράφονταν μόνο στους καταλόγους της φατρίας τους. Επιπλέον δεν είχαν δικαίωμα κατοχής εγγείου ιδιοκτησίας -επομένως ούτε κληρονομιάς-, το οποίο αποτελούσε βασικό κριτήριο για την ιδιότητα του πολίτη. Ακόμη δεν είχαν τη δυνατότητα άσκησης δικαιοπραξιών. Δεν τους επιτρεπόταν δηλαδή να χειρίζονται οι ίδιες τις αστικές υποθέσεις τους. Για το λόγο αυτό εκπροσωπούνταν ενώπιον της πολιτείας από τον κύριό τους. Κατά συνέπεια στερούνταν των πολιτικών δικαιωμάτων που απολάμβαναν οι άνδρες. Ταυτόχρονα όμως έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη μεταβίβαση της ιδιότητας του πολίτη. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατά κάποιο τρόπο ανήκαν, έστω εμμέσως στην ευρύτερη πολιτική κοινότητα. 
 
Ο ρόλος αυτός συνίστατο στο γάμο. Ο μόνος νόμιμος γάμος στην αρχαία Αθήνα ήταν εκείνος που ένωνε έναν πολίτη με την αστή12 κόρη ενός άλλου πολίτη. Μάλιστα από το 451 π.Χ αυτό αποτέλεσε νόμο του αθηναϊκού κράτους με ψήφισμα από την Εκκλησία του Δήμου, κατόπιν εισηγήσεως του Περικλή. Απέβλεπε στην ομοιογένεια και τη συνοχή του πολιτικού σώματος. Βλέπουμε λοιπόν ότι η αστή δεν είχε δικαίωμα να συμμετέχει στα πολιτικά δρώμενα, παρότι προέρχονταν από το σώμα των πολιτών. Όμως, ένας Αθηναίος πολίτης ήταν απαραίτητο να έρθει εις γάμου κοινωνίαν με μία αθηναία αστή, προκειμένου τα παιδιά του να μη θεωρηθούν νόθα. Επιπρόσθετα, εάν επρόκειτο για αγόρια θα μπορούσαν να αποκτήσουν την πολύτιμη ιδιότητα του πολίτη και να έχουν δικαίωμα στην πατρική κληρονομιά.

Να αναφέρουμε επίσης την περίπτωση της επικλήρου13. Ήταν γυναίκα που βρισκόταν να είναι η μοναδική κληρονόμος της πατρικής περιουσίας. Επειδή η ίδια δεν είχε δικαίωμα κατοχής γης, συνεπώς ούτε κληρονομιάς, είχε το δικαίωμα ο πλησιέστερος συγγενής να τη διεκδικήσει σε γάμο. Ο θεσμός αυτός υποδηλώνει την τεράστια σημασία που δίνονταν στα θέματα διαφύλαξης της περιουσίας του οίκου και της διατήρησης των γενών.

ΙΙ. ΣΠΑΡΤΗ

Ο ρόλος της Σπαρτιάτισσας στην οικογένεια

Οι γυναίκες της Σπάρτης τύγχαναν διαφορετικής αντιμετώπισης από τις Αθηναίες. Λόγω της ολιγανθρωπίας που αντιμετώπιζαν οι Σπαρτιάτες, η μητρότητα καταλάμβανε εξέχουσα σημασία. Τα θηλυκά μέλη της οικογενείας παρέμεναν σε αυτήν μέχρι κάποια ηλικία. Μετά τα αναλάμβανε το κράτος, όπως και τα αγόρια. Η κατάλληλη ηλικία γάμου για μια Σπαρτιάτισσα ήταν γύρω στα είκοσι έτη. Γεγονός που σήμαινε ότι είχε ολοκληρώσει βιολογικά την ανάπτυξή της, σε αντίθεση με τη γυναίκα των Αθηνών που παντρευόταν στην εφηβεία. Όταν έφθανε σε αυτή την ηλικία, ο πατέρας -κυρίως στις αριστοκρατικές τάξεις- αναλάμβανε να βρει το γαμπρό για τη γαμήλια συμφωνία. Έπειτα, στη Σπάρτη συνηθίζονταν η αρπαγή14 των γυναικών από τους άνδρες, πράγμα άγνωστο στην αθηναϊκή κοινωνία. Στο σπίτι του γαμπρού όπου μεταφέρονταν η κοπέλα, την αναλάμβανε μία γυναίκα του σπιτιού η νυμφεύτρια15. Της έκοβε τα μαλλιά και την έντυνε με αντρικά ρούχα. Τη νύχτα την επισκεπτόταν ο γαμπρός με σκοπό να συνευρεθούν. Αυτός ο γάμος συνήθως έμενε για μερικά χρόνια κρυφός. Το πιθανότερο είναι να πρόκειται για «γάμο υπό δοκιμή»16. Αν από το γάμο αυτό δεν προέκυπταν απόγονοι, που ήταν το ζητούμενο, τότε ο γάμος λυόταν. Ενδέχεται όμως να κρατούνταν μυστικός ο γάμος, εάν ο άνδρας δεν είχε συμπληρώσει το τριακοστό έτος. Ο λόγος ήταν ότι απαγορευόταν να ζήσει το ανδρόγυνο μαζί, πριν την συμπλήρωση της παραπάνω ηλικίας από τον ίδιο.
Να προσθέσουμε επίσης ότι οι Σπαρτιάτισσες, λόγω της αγωγής τους δεν ασχολούνταν με την οικιακή οικονομία. Δεν καταπιάνονταν με το νοικοκυριό και τις ασχολίες του σπιτιού. Με τις δουλειές αυτές καταπιάνονταν το υπηρετικό προσωπικό. Οι δούλες δηλαδή. Εδώ παρατηρούμε μία ακόμη διαφορά νοοτροπίας σε σχέση με τις Αθηναίες νοικοκυρές που έχουν επιφορτισθεί οι ίδιες τα του οίκου τους.

Η κοινωνική θέση της γυναίκας στη Σπάρτη

Τα κορίτσια μετά τη γέννησή τους παραδίδονταν στην οικογένειά τους για να ανατραφούν, εφόσον δεν παρουσίαζαν κανενός είδους καχεξία ή δυσμορφία. Σε αυτή την περίπτωση τα εξέθεταν, όπως και τα αντίστοιχα δύσμορφα και καχεκτικά αγόρια στους Αποθέτες 17. Η διαφορά σε σχέση με την Αθήνα ήταν ότι η απόφαση για την έκθεση των βρεφών δεν αποτελούσε ιδιωτική υπόθεση του πατέρα, αλλά ανέκκλητη απόφαση της Γερουσίας. Ήταν δηλαδή κρατική υπόθεση, εντασσόμενη στα πλαίσια του ευγονισμού18, που συνιστούσε την επιλεκτική προτίμηση στα υγιή και αρτιμελή παιδιά.

Από κάποια ηλικία και μετά η πολιτεία, που θεωρούσε κτήμα της όλα τα παιδιά των Σπαρτιατών, αναλάμβανε την αγωγή των νεαρών κοριτσιών. Η εκπαίδευσή τους δεν διέφερε από εκείνη των αγοριών. Συναναστρέφονταν σε αγέλες με σκοπό να σκληραγωγηθούν, όπως τα συνομήλικα τους αγόρια. Υπόκειντο σε παρόμοιες αθλητικές δοκιμασίες και διαφόρων ειδών κακουχίες, ελαφρώς ενδεδυμένα. Παράλληλα εμφανίζονταν στις θρησκευτικές εορτές μύησης, όπως τα Υακίνθια19. Στη συγκεκριμένη θρησκευτική εκδήλωση έπαιρναν μέρος και τα αγόρια.

Η Σπαρτιατική κοινωνία έριχνε το μεγαλύτερο βάρος της στη σφυρηλάτηση των κοινωνικών δεσμών μεταξύ των ελευθέρων Σπαρτιατών και Σπαρτιατισσών. Έθετε σε δεύτερη μοίρα την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Θεωρούσαν τη Σπάρτη ως μια μεγάλη οικογένεια. Πρόκριναν την υπαγωγή του ατόμου και της οικογενείας στην ευρύτερη κοινωνική ομάδα, μέσω της παροχής παρόμοιας εκπαίδευσης σε αγόρια και κορίτσια. Εντός του πλαισίου αυτού επιτρέπονταν το να εκτίθενται στα μάτια του άρρενος πληθυσμού τα γυμνά ή ντυμένα ανάλαφρα γυναικεία κορμιά. Η εμφάνιση των γυναικών, άλλωστε, έπαιζε το βασικότερο ρόλο στην επιλογή τους από τους συντρόφους τους. Η προίκα διαδραμάτιζε δευτερεύοντα ρόλο. Επιπλέον η σπαρτιατική αγωγή τους προσέδιδε μια πιο αρρενωπή συμπεριφορά από τις γυναίκες των άλλων πόλεων. Ο ίδιες, συναισθανόμενες την αυξημένη κοινωνική τους θέση λειτουργούσαν με αυτό τον τρόπο, έχοντας την πλήρη υποστήριξη του κράτους. 

Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούσε ο θεσμός της πολυανδρίας20. Η συνήθεια αυτή ήταν αρκετά διαδεδομένη. Σύμφωνα με την πολυανδρία την ίδια γυναίκα μοιράζονταν δύο, τρεις, τέσσερις ή πέντε άνδρες, οι οποίοι συνήθως ήταν αδέλφια. Αυτό το έθιμο επεκτείνονταν και στην περίπτωση που ένας ηλικιωμένος είχε νέα σύζυγο και επιθυμούσε να αποκτήσει παιδιά με το να τη φέρει σε επαφή με έναν νέο και ρωμαλέο άνδρα. Όποιος επίσης για κάποιους λόγους δεν επιθυμούσε να παντρευτεί, είχε τη δυνατότητα να ζητήσει μια παντρεμένη γυναίκα και με την προϋπόθεση της συγκατάθεσης του συζύγου της να αποκτήσει μαζί της παιδιά. Διαπιστώνουμε επομένως ότι, αποκλειστικός στόχος αυτής της σπαρτιατικής πρακτικής ήταν πέρα από την ηθική η υποστήριξη των δικαίων και των συμφερόντων της σπαρτιατικής πολιτείας. Βασική επιδίωξή τους ήταν να διατηρήσουν τη στρατιωτική τους ισχύ και να αποτρέψουν την οποιαδήποτε εξέγερση των πολυαρίθμων ειλώτων, οι οποίοι καραδοκούσαν. 
 
Η θέση της γυναίκας στην πολιτική ζωή της Σπάρτης

Οι Σπαρτιάτισσες δεν είχαν άμεση συμμετοχή στο πολιτικά δρώμενα της πόλης τους. Αναμφισβήτητα όμως απολάμβαναν μεγαλύτερη ελευθερία από τις γυναίκες της Αθήνας. Ασκούσαν αναμφίβολα επιρροή στους άνδρες τους. Όμως, η θεώρηση της Σπάρτης ως γυναικοκρατούμενης21 πόλης, έχει να κάνει περισσότερο τόσο με τη σχετική ελευθερία των γυναικών όσο κυρίως με τη ανεξάρτητη οικονομική τους θέση στη Σπαρτιατική πολιτεία. Η περίπτωση της πατρούχου22 είναι χαρακτηριστική. Είναι ανάλογη της επικλήρου. Με μία βασική όμως διαφορά. Η πατρούχος μοναχοκόρη έχει δικαίωμα να κληρονομήσει την περιουσία του πατέρα της. Αυτή η κληρονομιά μπορεί να θεωρηθεί και ως προίκα. Όμως και ο πατέρας που βρίσκονταν εν ζωή, προίκιζε με ένα σεβαστό περιουσιακό του κομμάτι την κόρη του. Εξάλλου ο ίδιος ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά23 αναφέρει ότι στην εποχή του, τον 4ο αιώνα π.Χ, τα δύο πέμπτα της συνολικής καλλιεργήσιμης έκτασης ανήκαν σε γυναίκες. Αυτό, βεβαίως, ενδέχεται να οφείλεται και στην ολιγανδρία της Σπάρτης εκείνη την εποχή, λόγω των αλλεπάλληλων πολέμων. Έτσι εξηγείται η συγκέντρωση τόσων κλήρων στα χέρια λίγων γυναικών, με επακόλουθο την αύξηση της πολιτικής επιρροής τους. 
 
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Όπως διαπιστώνουμε η θέση της γυναίκας στις πόλεις των Αθηνών και της Σπάρτης, στο πλαίσιο της οικογενειακής, της κοινωνικής και πολιτικής ζωής διέφερε σημαντικά. Στην Αθήνα, από πολιτική άποψη, η γυναίκα Αστή ήταν απαραίτητη γιατί ο σύζυγός της αποκτούσε μέσω αυτής γνήσιους απογόνους και ελεύθερους πολίτες. Ενώ ο ρόλος της στα πλαίσια της οικογένειας και της κοινωνίας έπεται σε σημασία του πολιτικού. Αντίστοιχα στη Σπάρτη είδαμε ότι η λιτή σπαρτιατική αγωγή των γυναικών αντανακλούσε τη θέση τους στην κοινωνία, με βασικότερο χαρακτηριστικό την ενσωμάτωσή τόσο των ιδίων, όσο και των ανδρών σε μία ευρύτερη λειτουργικά κοινωνική ομάδα με γνώμονα το συμφέρον του κράτους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  1. Α. Πετροπούλου, Α Μηλιός κ.α, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία Ελλάδα, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2000
  2. Elaine Fantham κ.α, Οι γυναίκες στον αρχαίο κόσμο, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2004
  3. Βάλια Ξενίδου Schild, Οι γυναίκες στην ελληνική αρχαιότητα, Εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 2001
      
    ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Α. Πετροπούλου, «Οικογενειακοί θεσμοί» στο Α. Μηλιός κ.ά, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία Ελλάδα, (Πάτρα 2000): 308
2 Στο ίδιο: 288
3 Α. Πετροπούλου, ό.π: 296
4 Στο ίδιο: 296
5 Elaine Fantham κ.ά, Οι γυναίκες στον αρχαίο κόσμο, (Αθήνα 2004): 140
6 Στο ίδιο: 148
7 Στο ίδιο: 123
8 Στο ίδιο: 123
9 Fantham, ό.π: 120
10 Στο ίδιο: 121
11 Βάλια Ξενίδου Schild, Οι γυναίκες στην ελληνική αρχαιότητα, (Αθήνα 2001): 234
12 Α. Μήλιος, «Η έννοια του ελεύθερου πολίτη» στο
Α. Μήλιος κ.α, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία Ελλάδα, (Πάτρα 2000): 59
13 Α. Πετροπούλου, ό.π: 285
14 Ξενίδου Schild, ό.π: 239
15 Πετροπούλου, ό.π: 302
16 Ξενίδου Schild, ό.π: 241
17 Πετροπούλου, ό.π: 315
18 Στο ίδιο: 315
19 Ξενίδου Schild, ό.π: 237
20 Πετροπούλου, ό.π: 303
21 Ξενίδου Schild, ό.π: 245
22 Πετροπούλου, ό.π: 292
23 Στο ίδιο: 292

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Υπήρξε ή δεν υπήρξε κρυφό σχολείο / ασαφής ο ρόλος της εκκλησίας;

Δημήτρης Σταθακόπουλος 
Πιστεύω ότι η όλη συζήτηση εδράζεται επί λάθους βάσεως.
Για να διαπραγματευτείς ένα ιστορικό θέμα πρέπει να διακρίνεις την χρονική περίοδο που σ’ ενδιαφέρει , καθώς και τον τόπο και κυρίως να μην κάνεις ιστορικούς αναχρονισμούς, δηλαδή να αναγάγεις γεγονότα του τότε στο σήμερα και κυρίως να μην τα κρίνεις με την ασφάλεια της γνώσης που σου δίνει η ιστορική καταγραφή του παρελθόντος ή η ιδεολογία σου, διότι τότε χάνεται ο αυθορμητισμός , δεν μπορείς να ταυτιστείς αγνά με το γεγονός (μπαίνοντας σε μια μηχανή του χρόνου ) , σαν να ήσουν μέρος του και κρίνοντας υποκειμενικά , είτε ωραιοποιείς, είτε απορρίπτεις γεγονότα οδηγούμενος σε λάθος ή κατευθυνόμενα ιδεολογικά συμπεράσματα.
Για να μιλήσει κάποιος εν προκειμένω για την οθωμανική περίοδο, πρέπει αρχικά να οριοθετήσει το χρονικό διάστημα που τον ενδιαφέρει από το έτος 1280 έως το 1920 περίπου, δηλ. κάπου 700 χρόνια και να έχει πρόσβαση στις πηγές !!! Μετά να οριοθετήσει τον τόπο , δηλ. Ανατολή ή Βαλκάνια και στην συνέχεια να δει ποιος σουλτάνος διοικούσε στο διάστημα που τον ενδιαφέρει και ποιος τοπάρχης ειδικά στην περιοχή που θέλει να ερευνήσει και αυτό γιατί η 700χρονη οθωμανική αυτοκρατορία δεν είναι μια ενιαία περίοδος , έχει τεράστιες διαφοροποιήσεις ακμής και παρακμής και κυρίως διοικητικές διαφορές.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η γνώση των δομών του Οθωμανικού ( οσμανικού ) κράτους. Ο μόνος που έχει γράψει 2τομο έργο ( + 1 τόμο σε πανεπιστημιακές σημειώσεις ) στην Ελλάδα με θέμα: « Οι δομές του οσμανικού κράτους» ( *εκδ. Αρσενίδης ) ήταν ο καθηγ. Νεοκλής Σαρρής ( που γνωρίζε τα τούρκικα σαν μητρική γλώσσα).
Το εκπαιδευτικό σύστημα των Οσμανλίδων, ποικίλει ανά αιώνα ( σχεδόν ) και ανά σουλτάνο. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα χωρίζοντας σε μουσουλμανικά, χριστιανικά ( ορθόδοξα, καθολικά, αρμένικα ) και εβραϊκά και ανήκαν καθ’ ολοκληρίαν στις αντίστοιχες εκκλησιαστικές τους Αρχές οι οποίες τα επόπτευαν. Είχαν ιδρυματική ( βακουφική ) , ιδιωτική μορφή και συντηρούντο από ίδια κεφάλαια, τα οποία εάν δεν είχαν , έκλειναν . Οι δάσκαλοι μάθαιναν ιερατικά κυρίως γράμματα στους σπουδαστές και πληρώνονταν από αυτούς. Δεν υπήρχε δημόσιο ενιαίο, ούτε υποχρεωτικό πρόγραμμα σπουδών, ούτε η μαθητεία σ’ αυτά ήταν υποχρεωτική για τους μαθητές , με αποτέλεσμα να φοιτά σ΄ αυτά το πολύ το 10% του νεανικού πληθυσμού. Το υπόλοιπο 90% του πληθυσμού ήταν αναλφάβητο! Σημειωτέον ότι ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς, σε όλη την καθηγητική 40χρονη πορεία του « έβγαλε» μόνον ελάχιστους μαθητές/ αποφοίτους στην Μεγ. του Γένους Σχολή.
Η παιδεία ( εκπαίδευση ) ήταν προνόμιο και όχι δικαίωμα. Αυτό σημαίνει ότι όποτε ήθελε ο εκάστοτε σουλτάνος , ή τοπάρχης αφαιρούσε το προνόμιο της εκπαίδευσης ( παιδείας ) και όποτε ήθελε το επανέφερε. Αυτό δημιουργούσε πλέον των άλλων και μια ασυνέχεια στην εκπαίδευση και ο μαθητής τα παρατούσε.
Συχνά όμως, σε περιοχές που είχαν το προνόμιο και τα οικονομικά μέσα να πληρώνουν δάσκαλο και να συντηρούν ένα οίκημα – σχολείο με μια βιβλιοθήκη (συνήθως κληροδότημα ) τούτο τους αφαιρείτο και τα παιδιά ( μαθητές ) αναγκαζόντουσαν να βλέπουν το δάσκαλό τους « στα κρυφά » και μάλιστα σε όποιο «μυστικό/ κρυφό» χώρο μπορούσαν . Αυτό συνέβαινε γιατί παραβίαζαν διοικητική εντολή και εάν ανακαλύπτονταν θα είχαν βαριές συνέπειες. Ο δάσκαλος ίσως και σε θάνατο.
Απ’ αυτές λοιπόν τις περιπτώσεις, που δεν ήταν λίγες , ούτε σπάνιες , προέκυψε το θέμα, – για άλλους μύθος -, του «κρυφού σχολειού».
Επομένως υπήρχε σχολείο στην οθωμανική περίοδο, αλλά ήταν «ιδιωτικό» αυτοσυντηρούμενο και όχι υποχρεωτικό, με συνέπεια τα σχολεία να είναι λίγα.
Η παιδεία ήταν προνόμιο και όχι δικαίωμα, τα δε παιδιά είναι ζήτημα εάν έφταναν την 3η δημοτικού (όπως θα λέγαμε σήμερα ) , συνεπικουρουμένου του γεγονότος των μεγάλων αποστάσεων που έπρεπε ενδεχομένως να διανύουν, με συνέπεια πάνω από το 90% του συνολικού πληθυσμού της αυτοκρατορίας να είναι αναλφάβητο, έχοντας μόνον κοινωνική εκπαίδευση, ή τεχνική, ή καλλιτεχνική , ή μουσική ( βλ. Δημ. Σταθακόπουλου, η συμβολή των ρωμιών στη μουσική της αυλής του σουλτάνου – Πάντειο πανεπ. 2009 ), αφού συν τοις άλλοις τις περισσότερες φορές το προνόμιο λειτουργίας τους, το αφαιρούσαν .
Εν κατακλείδι, οι όψιμοι αρνητές ας ξαναδούν τις πηγές και να προσέξουν ιδιαιτέρως, τον χρόνο , τον τόπο, τον σουλτάνο και τον τοπάρχη που τους ενδιαφέρει πριν οδηγηθούν σε λάθος στρογγυλεμένα απορριπτικά συμπεράσματα. Ναι μεν παιδεία, αλλά …..!!!
Ο Αναστάσιος Ν. Γούδας, «διδάκτωρ της ιατρικής, ιππότης
του τάγματος του αγίου Στανισλάου, μέλος διαφόρων επιστημονικών και φιλανθρωπικών εταιριών
», στον β’ τόμο του περίφημου έργου του «Βίοι παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών», όπου πραγματεύεται περί «Παιδείας» (εν Αθήναις 1870, σελ. κε’ κ.εξ.) γράφει:

«Σμικρόν κατά σμικρόν η διδασκαλία μετεφέρθη από των σκητών και των σπηλαίων εις τους νάρθηκας των εκκλησιών, ένθα και σήμερον έτι διδάσκουσιν εν τισι των υπό την Τουρκία ελληνικών χωρών. Τα δημόσια σχολεία τότε ήσαν παντελώς κατηργημένα· μόνον εν τοις Πατριαρχείοις της Κωνσταντινουπόλεως και εν αποκέντρω τινί πόλει διετηρήθησαν, ως λέγεται, ατελείς τινες σχολαί· ανώτερα δε εκπαιδευτήρια δεν εδύναντο να συστηθώσι, λέγει ο Γιακωβάκης Ρίζος Νερουλός «ειμή υπό τον τίτλον επανορθωτικά καταστήματα MAISON DE CORRECTION». Ούτω δε μόλις εδυνήθησαν οι άνδρες εκείνοι να διατηρήσωσιν εν τη Ανατολή άσβεστον τον λύχνον της παιδείας… «Παναγιώτης δε ο Νικούσης και ο
διάδοχος αυτού Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, λέγει Γιακωβάκης Ρίζος ο Νερουλός, κατώρθουν να λαμβάνωσιν άδειαν συστάσεως σχολείων εις διαφόρους πόλεις της τε Ευρωπαϊκής Τουρκίας και της Μικράς Ασίας και απεστόμουν τους κατά τόπους διοικητάς Τούρκους οτέ μεν δια δώρων, οτέ δε δια της ισχύος των παρά τοις υπουργοίς του Σουλτάνου». Αλλά σχολεία διατηρούμενα μόλις δια δωροδοκίαςκαι δια της εμπνεύσεως φόβου, δεν ήτο δυνατόν να παρέξωσιν εις το έθνος και μεγάλους άνδρας·άπορον μάλιστα είναι πως εμορφώθησαν και τινες, ικανοί να διδάσκωσι τα καλά γραμματικά, και να διατηρώσιν ούτως άσβεστον τουλάχιστον την λυχνίαν της παιδείας
».



Αδ.Κοραής 1801, «Σάλπισμα Πολεμιστήριον» σελ. 15.
Μία ενδιαφέρουσα έρευνα στα πλαίσια της δρ διατριβής του έκανε ο κ.Ευαγγ. Τσιανάκας στο Τμήμα φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής σχολής του ΑΠΘ αναφορικά με τα οθωμανικά ( μουσουλμανικά ) σχολεία της Πελοποννήσου από τα τέλη του 17ου αι. μέχρι τις αρχές του 19ου, η δε έρευνά του βασίστηκε σε οθωμανικές πηγές και στις ταξιδιωτικές περιγραφές του Τούρκου περιηγητή Evliya Çelebi (1611-1681), ο οποίος περιηγήθηκε τον Μοριά το έτος 1667, περιγράφοντας λεπτομερώς τους τόπους που επισκέφτηκε., ενώ όπως αναφέρει ο κ. Τσιανάκας, έχει εξακριβωθεί (Δημητριάδης, 1973) ότι πολλές φορές οι πληροφορίες που μας παρέχει είναι ανακριβείς ή χαρακτηρίζονται από υπερβολή, ιδιαίτερα όταν γίνεται αναφορά σε αριθμητικά δεδομένα. Στις ταξιδιωτικές περιγραφές των Ευρωπαίων υπάρχουν επίσης κάποιες αναφορές, οι οποίες, ωστόσο, δεν θεωρούνται από μόνες τους αξιόλογες. Για την απόκτηση των σχετικών πληροφοριών καταλληλότερες πηγές θεωρούνται οι οθωμανικές αρχειακές πηγές, οι οποίες μερικές φορές αναφέρονται στην ανέγερση ή την ανακαίνιση  ενός μουσουλμανικού σχολείου ή στην τοποθέτηση ενός δασκάλου (müderris) σε έναν μεντρεσέ (medrese: ιεροσπουδαστήριο). Στη συγκεκριμένη περίπτωση τα στοιχεία τα οποία έχουμε στη διάθεσή μας δίνουν σε ικανοποιητικό βαθμό την γενική εικόνα της οθωμανικής εκπαίδευσης στην τουρκοκρατούμενη Πελοπόννησο. Αναφέρει λοιπόν ο κ. Τσιανάκας:
« Η επίσκεψη του Evliya Çelebi στην Ελλάδα περιλαμβάνεται στον όγδοο τόμο του «Οδοιπορικού». Ο εν λόγω τόμος εκδόθηκε το 1928 στην Κωνσταντινούπολη από την «Τουρκική Ιστορική Εταιρεία» με επιμέλεια του Kisli Risat Bilge. Ο Evliya Çelebi επισκέφτηκε την Πελοπόννησο το 1667. Από τις πόλεις της Πελοποννήσου πρώτη επισκέφτηκε την Κόρινθο, στη συνέχεια τα Καλάβρυτα, τη Βοστίτσα (Αίγιο), το Καστέλι, την Πάτρα, τη Γλαρέντζα (Κυλλήνη), το Χλεμούτσι, τη Γαστούνη, το Φανάρι, το Ναβαρίνο, τη Μεθώνη, την Κορώνη, την Καλαμάτα, την Ανδρίτσαινα, την Καρύταινα, το Λεοντάρι, το Λογκανίκο, τον Μυστρά, την Τσακωνιά, τη Μονεμβασία, την Τριπολιτσά, το Άργοςκαι ολοκλήρωσε την περιοδεία του, φτάνοντας στην πόλη του Ναυπλίου(Δημητριάδης, 1973)
Από τις πηγές προκύπτει ότι, τα πρωτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα βρίσκονταν γενικά είτε μέσα είτε κοντά στο μουσουλμανικό τέμενος της κοινότητας. Οι άνθρωποι τα αποκαλούσαν είτε  “mahalle (γειτονιά)” είτε  “sıbyan“  (μαθητής) mektebi (σχολεία της γειτονιάς ή Δημοτικά Σχολεία).  Ιδρύονταν συχνά από ένα βακούφι (vakıf: ευσεβές ίδρυμα) και από κληροδοτήματα σημαντικών προσωπικοτήτων του κράτους ή αξιοσέβαστων πολιτών της τοπικής κοινωνίας.
Οι δαπάνες, ειδικά αυτές της μισθοδοσίας των δασκάλων, πληρώνονταν από τις χορηγίες των βακουφιών. Σύμφωνα με τη μουσουλμανική πρακτική  τα σχολείαsıbyan (Δημοτικά Σχολεία)ή της κοινότητας  ακολουθούσαν μια ενιαία μεθοδολογία διδασκαλίας: οι μαθητές διάβαζαν απλά τοΚοράνι στην αυθεντική αραβική γλώσσα, χωρίς μετάφραση και χωρίς κατανόηση ή ερμηνεία του κειμένου. Μόνον ορισμένα τελετουργικά επίκλησης διδάσκονταν στην τουρκική γλώσσα. Κάποια βακουφικά σχολεία, ανάλογα με το βαθμό ευημερίας της κοινότητας, παρείχαν τον ιματισμό, τα τρόφιμα και κάποιο χρηματικό ποσό στους μαθητές.
Στα σχολεία οι μαθητές κάθονταν γονατιστοί στο πάτωμα, που ήταν καλυμμένο με χαλιά ήτάπητες, ή στα μαξιλάρια καθισμάτων που έφερναν από τα σπίτια τους. Τα βιβλία τοποθετούνταν σε χαμηλά τραπεζάκια, τα αποκαλούμενα  “rahle-i tedris”  (γραφεία μελέτης), για την ανάγνωση. Οι μαθητές επαναλάμβαναν και απομνημόνευαν τα μαθήματα που ορίζονταν από το δάσκαλο. Η φυσική τιμωρία, το ράπισμα των χεριών των κοριτσιών και το κτύπημα των ποδιών των αγοριών, ήταν ο κανόνας παρά η εξαίρεση. Κατά την έναρξη του νέου σχολικού έτους ήταν μέρος του τελετουργικού η εξής φράση του γονέα προς το δάσκαλο παρουσία του παιδιού: “η σάρκα δική σου, τα κόκκαλα δικά μου!” Ο δάσκαλος εξουσιοδοτούνταν έτσι να τιμωρεί το παιδί με κάθε τρόπο, όταν έκρινε ότι άρμοζε.
Οι Οθωμανοί ενδιαφέρθηκαν επίσης για τη βαθύτερη γνώση της κλασικής ισλαμικής παιδείας. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκαν σε πολλές πόλεις μεντρεσέδες (medrese), οι οποίοι αποτελούσαν τμήματα   των  μεγάλων μουσουλμανικών τεμενών  και συντηρούνταν από τα Βακούφια. Οι  μεντρεσέδες ήταν ένα είδος «κολεγίου» για τη συστηματική μελέτη των ισλαμικών επιστημών, ιδιαίτερα της ισλαμικής νομολογίας και του Κορανίου απ’ όπου έβγαιναν οι ανώτεροι κληρικοί/ νομικοί Ulema. Ταυτόχρονα,  διδάσκονταν και ορισμένα «βοηθητικά μαθήματα», όπως π.χ. η αραβική γραμματική και φιλολογία, η γνώση των οποίων βοηθούσε στην κατανόηση των ιερών και νομικών κειμένων, αλλά και οι αποκαλούμενες “ξένες επιστήμες,” όπως η φιλοσοφία και η ιατρική, που αποτέλεσαν επίσης μέρος της εκπαίδευσης» . 
Μετά τα παραπάνω, και την τόσο εμπεριστατωμένη έρευνα του κ. Τσιανάκα, εύκολα γίνεται κατανοητό, πως κάποιοι ερευνητές που δεν γνωρίζουν καν τούρκικα και τα αρχεία, την δε Πόλη τα ξέρουν μόνο για «εκδρομή», μάλλον μπερδεύουν τα εδώ κι’ εκεί σπαρμένα οθωμανικά ιεροσπουδαστήρια που λειτουργούσαν με ιδιωτικούς ( βακουφικούς ) πόρους και έβαζαν ελάχιστους αποφοίτους ( όσους χρειαζόταν η διοίκηση και μόνον ), με τα εδώ κι’ εκεί αντιστοίχως ελάχιστα σπαρμένα ελληνικά «ιεροσπουδαστήρια» που είτε έβγαζαν τους μελλοντικούς κληρικούς , είτε τους ενταγμένους εντός της εκκλησίας κοσμικούς , κι’ αυτό όχι γιατί είχαν δικαίωμα ( ήταν ανακλητό προνόμιο ), αλλά γιατί είχαν δωροδοκήσει γι’ αυτό ! συν το γεγονός πως τα σχολεία ήταν ελάχιστα και σε μακρινές αποστάσεις και φυσικά τα παιδιά δεν μπορούσαν να μεταβούν σ’ αυτά ( λόγω αδυναμίας καλύψεως των εξόδων τους από τους γονείς τους ) , εκτός και τα αναλάμβανε κάποιος ευκατάστατος τρίτος ως χορηγός/ ανάδοχος , ή τα έστελναν στα Επτάνησα ή την Ευρώπη . Οι υπόλοιποι ( ο πολύς πληθυσμός ) χριστιανοί και μουσουλμάνου βασικά ήταν αγράμματοι , με την εξής διαφορά: Οι μουσουλμάνοι αν ήθελαν και μπορούσαν να μάθουν «ιερά» γράμματα το έκαναν ελεύθερα, ενώ υπερηφανεύονταν για την γνώση τους, αντιθέτως οι χριστιανοί δεν είχαν αυτό το δικαίωμα, αλλά μόνον το ανά πάσα στιγμή ανακλητό προνόμιο, καθώς και ελάχιστα απομακρυσμένα από τα χωριά τους βακουφικά σχολεία ( γεγονός αποτρεπτικό να παρακολουθήσουν , π.χ Σοπωτό Καλαβρύτων όπου δίδαξε και ο Ηλ. Μηνιάτης ), συν το ότι όταν το προνόμιο ανακαλείτο, έπρεπε να πηγαίνουν «κρυφίως» σ’ αυτά, ενώ επ’ουδενί υπερηφανεύοντο πως ‘ξέραν «γράμματα» , γιατί εύκολα αυτό εκλαμβανόταν ως «έπαρση/ εξυπνακισμός» και λόγω «παρεξήγησης» συχνά κινδύνευε η ζωή τους !!! Ποιος μάθαινε «γράμματα» σε μουσουλμάνους και/ ή χριστιανούς ; Κυρίως , οι ιερείς των δογμάτων τους.
Όσο και να θέλει κανείς , δεν μπορεί να αρνηθεί την μεγάλη προσφορά της Εκκλησίας για την διατήρηση της αυτοσυνειδησίας του Γένους και την αναζήτηση της ελευθερίας καθ’ όλη την διάρκεια της δουλείας.
Βεβαίως, υπάρχουν μονίμως εκείνοι που αρνούνται την προσφορά των Κληρικών, πολύ δε περισσότερο των Αρχιερέων, κατά τον αγώνα του 1821 η την υποτιμούν, παρότι υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για την προσφορά τους και ειδικά των Αρχιερέων, εκτός του χαμηλού κλήρου.
Ο Charles Frazee στο βιβλίο του «Ορθόδοξος Εκκλησία και ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852», μεταξύ των άλλων καταγράφει την άποψη που είχαν οι Τούρκοι για τις ενέργειες των Αρχιερέων, γι’ αυτό και τους φυλάκιζαν, όπως διασώζεται στο υπόμνημα του Pisani, που ήταν Βρετανός δραγουμάνος: «Πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η τουρκική κυβέρνηση θεωρεί πως ο ελληνικός Κλήρος είναι η πραγματική αιτία της εξεγέρσεως των Ελλήνων υπηκόων της Τουρκίας» . Αυτό ακούστηκε στον ΣΚΑΙ, αλλά επί της αρνητικής λογικής πως οι ιερείς ήταν « μουτζαχεντίν» που ήθελαν να κάνουν θρησκευτικές εκκαθαρίσεις μουσουλμάνων !!!
Ο Ch.Frazee αποδεικνύει, με βάση τις πηγές και άλλες μαρτυρίες, ότι κατά τον καιρό της Επαναστάσεως σε ολόκληρο το Οθωμανικό κράτος υπήρχαν 195-200 Αρχιερείς. Από αυτούς αποδεδειγμένα οι 81 είχαν μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία, χωρίς να υπολογισθούν και οι άλλοι που τυχόν ήταν Φιλικοί, αλλά δεν έχουμε επίσημες μαρτυρίες. Επίσης, αποδεικνύει ότι από τους 200 Αρχιερείς οι 73, ποσοστό 36,5%, έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα «επώνυμα και αδιαμφισβήτητα», οι 42 Αρχιερείς, ποσοστό 21,0%, ταλαιπωρήθηκαν, φυλακίσθηκαν και βασανίσθηκαν, 45 Αρχιερείς, ποσοστό 22,5%, «θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις των Τούρκων, είτε σε πολεμικές συρράξεις», το δε συνολικό ποσοστό αυτών που συμμετείχαν ενεργώς στον αγώνα ανέρχεται στο 80%.
Ό «αφορισμός» δεν ήταν αποτέλεσμα της βουλήσεως του « ελεύθερου πολιορκημένου » Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ ( παπάς κρεμάμενος έγραφε κι’ απόγραφε όπως λέει η λαϊκή παροιμία ) , ούτε καν των Συνοδικών Αρχιερέων, αλλά ήταν απόφαση μιας μεγάλης Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως, που αποτελείτο από 72 εγκρίτους Ρωμιούς της Πόλης, εκ των οποίων οι 49 ήταν λαϊκοί και οι 23 Κληρικοί – Αρχιερείς. Στην Κληρικολαϊκή αυτή σύναξη αποφασίστηκε, οι μεν λαϊκοί να υποβάλλουν αναφορά αποκηρύξεως της επαναστάσεως και δήλωση υποταγής, οι δε Κληρικοί να συνθέσουν την πράξη του αφορισμού που τους ζητήθηκε από την Υψηλή Πύλη ( Bab-i Humayun ) και αυτό, βέβαια, για να καθησυχάσουν τους Τούρκους, επειδή οι συνθήκες ήταν τραγικές για τους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως, που απειλούντο με σφαγή. Ο αφορισμός αυτός, εκτός του ότι δεν εξεδόθη με τις απαραίτητες προϋποθέσεις του Κανονικού δικαίου , συγχρόνως το πρώτο κείμενό του είναι διατυπωμένο σε έγκλιση ευχετική ευκτική («αφωρισμένοι υπάρχειεν»), στο δε δεύτερο «αφοριστικό» κείμενο από τους 12 ρηματικούς τύπους, οι 8 είναι σε έγκλιση ευχετική ευκτική, οι 3 σε έγκλιση προστακτική και μόνο 1 σε έγκλιση οριστική, αλλά και σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι διατυπωμένο σε δεύτερο πρόσωπο ενικού η πληθυντικού αριθμού. Δηλ. για όσους ξέρουν ακόμα ελληνικά « ήξεις αφήξεις» και αοριστολογίες για να ρίξουν «στάχτη στα μάτια», να γλυτώσουν τις σφαγές, αλλά και οι απομακρυσμένοι από την Πόλη επαναστάτες ( Μολδοβλαχία και Μοριά ) να λάβουν το μήνυμα πως ο αφορισμός είναι «ψεύτικος» και να ξεκινήσουν την επανάσταση χωρίς ηθικές/ θεολογικές αναστολές.
Συμπέρασμα: Η επιχειρούμενη υποχώρηση της θρησκευτικότητας σε μια σειρά από χώρες της Δύσης συμβαδίζει με τη θυελλώδη άνοδο του θρησκευτικού φανατισμού σε άλλες , όπου ένας συμψηφισμός θα κατέγραφε μάλλον άνοδο της θρησκείας. Παρά όμως την αποκαθήλωση της θρησκευτικότητας στις χώρες της δύσης, τελικά δεν εξέλιπε η εξουσία κάποιας μορφής «λατρείας». Τα παραδοσιακά ιερατεία έδωσαν τη θέση τους στους «μικρούς θεούς» των εργαστηρίων, στους «ιερείς» της τεχνοκρατίας, στους γκουρού της ιδιοτέλειας, της απληστίας, στους πανίσχυρους οίκους αξιολόγησης και τοκογλύφους αδύναμων χωρών !!!
*Γενικά για την οθωμανική εκπαίδευση βλ.: Andreas Kazamias, Education and the quest for modernity in Turkey, Chicago: The University of Chicago Press, 1966, Yahya Akyüz, Türk eğitim tarihi, başlangιçtan 1999’a (Ιστορία της τουρκικής εκπαίδευσης, από τις αρχές ως το 1999), Αlfa, Κωνσταντινούπολη, 1999.Hasan Akgündüz, Klasik dönem Osmanlı medrese sistemi: amaç – yapı – işleyiş [Το σύστημα των οθωμανικών μεντρεσέδων της κλασικής περιόδου: σκοποί – κτίρια - λειτουργία], Κωνσταντινούπολη: Ulusal Yayınları, 1997, Yasar Sarıkaya, Medreseler ve modernleşme [Μεντρεσέδες και εκσυγχρονισμός], Κωνσταντινούπολη: İz Yayıncılık, 1997,  Cevat İzgi, Osmanlı medreselerinde ilim [Η επιστήμη στους οθωμανικούς μεντρεσέδες],Cilt 1-2, Κωνσταντινούπολη: İz Yayıncılık, 1997.   Akgündüz H., Klasik dönem Osmanlı medrese sistemi: amaç – yapı – işleyiş [Τοσύστηματωνοθωμανικώνμεντρεσέδωντηςκλασικήςπεριόδου: σκοποί – κτίρια - λειτουργία],Κωνσταντινούπολη: Ulusal Yayınları, 1997. Akyüz Y., Türk eğitim tarihi, başlangιçtan 1999’a (Ιστορία της τουρκικής εκπαίδευσης, από τις αρχές ως το 1999), Αlfa, Κωνσταντινούπολη, 1999. İzgi C., Osmanlı medreselerinde ilim [Η επιστήμη στους οθωμανικούς μεντρεσέδες],Cilt 1-2, Κωνσταντινούπολη: İz Yayıncılık, 1997. SarıkayaY., Medreselervemodernleşme [Μεντρεσέδες και εκσυγχρονισμός], Κωνσταντινούπολη: İzYayıncılık, 1997.
Πηγή